Η λέξη "suegro" αναφέρεται στον πατέρα του συζύγου ή της συζύγου. Χρησιμοποιείται ευρέως στην ισπανική γλώσσα και είναι συχνά αναγκαίο σε οικογενειακά ή νομικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να μην είναι τόσο κοινή στα επίσημα κείμενα.
Mi suegro viene a visitarnos este fin de semana.
(Ο πεθερός μου έρχεται να μας επισκεφτεί αυτό το Σαββατοκύριακο.)
El suegro de Juan es muy amable y siempre nos invita a cenar.
(Ο πεθερός του Χουάν είναι πολύ ευγενικός και πάντα μας προσκαλεί σε δείπνο.)
No me llevo bien con mi suegro, pero trato de ser respetuoso.
(Δεν τα πηγαίνω καλά με τον πεθερό μου, αλλά προσπαθώ να είμαι σεβαστικός.)
Η λέξη "suegro" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
"El suegro del siglo"
(Ο πεθερός του αιώνα) – χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν υπέροχο πεθερό.
"Tener al suegro de vecino"
(Να έχεις τον πεθερό γείτονα) – σημαίνει ότι κάποιος είναι πολύ κοντά στην οικογένεια.
"Soegro por elección"
(Πεθερός δια επιλογής) – αναφέρεται σε σχέσεις που οι άνθρωποι διαμορφώνουν με άλλους, συχνά ανεπίσημα, που μπορούν να είναι σαν πεθεροί.
"Hacer las paces con el suegro"
(Να συμφιλιωθείς με τον πεθερό) – να επιδιορθώσεις τις σχέσεις με τον πεθερό σου.
"Siempre se dice que el suegro del siglo es aquel que ayuda sin pedir nada a cambio."
(Πάντα λέγεται ότι ο πεθερός του αιώνα είναι αυτός που βοηθά χωρίς να ζητά τίποτα αντάλλαγμα.)
"Tener al suegro de vecino puede ser útil a la hora de realizar obras en casa."
(Το να έχεις τον πεθερό γείτονα μπορεί να είναι χρήσιμο όταν πρέπει να κάνεις έργα στο σπίτι.)
"Hacer las paces con el suegro era necesario para mantener la paz familiar."
(Η συμφιλίωση με τον πεθερό ήταν απαραίτητη για να διατηρηθεί η οικογενειακή ειρήνη.)
Η λέξη "suegro" προέρχεται από το λατινικό "suegrus", το οποίο σημαίνει "πεθερός".