Η λέξη "suela" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "suela" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ˈswe.la/.
Η λέξη "suela" προέρχεται από τα ισπανικά και συνήθως αναφέρεται στη σόλα ενός παπουτσιού ή σαν γενικός όρος για μια επιφάνεια θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί σε γεωργικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο και σπανίως στον προφορικό λόγο.
La suela de mis zapatos está desgastada.
Η σόλα των παπουτσιών μου είναι φθαρμένη.
La nueva tecnología mejora la durabilidad de la suela.
Η νέα τεχνολογία βελτιώνει τη διάρκεια ζωής της σόλας.
Η λέξη "suela" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν παραδείγματα:
Echarle suela a algo.
Να δώσεις δύναμη σε κάτι.
(π.χ. να ασχοληθείς περισσότερο με μια εργασία)
No hay suela sin suela.
Δεν υπάρχει σόλα χωρίς σόλα.
(σημαίνει ότι όλα έχουν μια βάση ή προϋπόθεση)
Afrontar la vida con suela.
Να αντιμετωπίσεις τη ζωή με αποφασιστικότητα.
(σημαίνει να είσαι δυνατός και να προχωρήσεις μπροστά)
Η λέξη "suela" προέρχεται από τα λατινικά "sola," που σημαίνει "σόλα" ή "μόνο."
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "suela" στην ισπανική γλώσσα.