sueldo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

sueldo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

sueldo – ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

[ˈsweldo]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη sueldo αναφέρεται στην τακτική αμοιβή που λαμβάνει ένα άτομο για την εργασία του, συνήθως σε μηνιαία βάση. Χρησιμοποιείται σε οικονομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα και είναι κοινά αποδεκτή στον προφορικό και γραπτό λόγο. Στη γλώσσα των επιχειρήσεων, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τις αμοιβές των υπαλλήλων, των εργαζομένων και των δημόσιων υπαλλήλων.

Η συχνότητα χρήσης του sueldo είναι υψηλή και ενδέχεται να χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτές συμφωνίες και φορολογικά συμφραζόμενα.

Παραδείγματα χρήσης

  1. El sueldo de los empleados ha aumentado este año.
  2. Ο μισθός των υπαλλήλων έχει αυξηθεί φέτος.

  3. Es importante conocer tu sueldo neto antes de hacer un presupuesto.

  4. Είναι σημαντικό να γνωρίζεις τον καθαρό μισθό σου πριν κάνεις έναν προϋπολογισμό.

  5. La empresa ofrece un buen sueldo junto con beneficios adicionales.

  6. Η εταιρεία προσφέρει έναν καλό μισθό μαζί με επιπρόσθετα ωφελήματα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Λέξεις συναφείς με το sueldo χρησιμοποιούνται σε ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Vivir del sueldo
  2. (Ζω από το μισθό) – Αναφέρεται σε κάποιον που εξαρτάται αποκλειστικά από τον μισθό του για την κάλυψη αναγκών.
  3. Ejemplo: Vivo del sueldo que me dan en la oficina.
  4. (Παράδειγμα: Ζω από το μισθό που μου δίνουν στο γραφείο.)

  5. Subir el sueldo

  6. (Αυξάνω τον μισθό) – Χρησιμοποιείται όταν κάποιος ζητά ή περιμένει μια αύξηση του μισθού του.
  7. Ejemplo: El sindicato luchara para subir el sueldo de todos los trabajadores.
  8. (Παράδειγμα: Το συνδικάτο θα αγωνιστεί για να αυξήσει τους μισθούς όλων των εργαζομένων.)

  9. Sueldo mínimo

  10. (Κατώτατος μισθός) – Αναφέρεται στο ελάχιστο επίπεδο μισθού που πρέπει να καταβάλλεται από τον εργοδότη.
  11. Ejemplo: El sueldo mínimo en el país ha sido aumentado recientemente.
  12. (Παράδειγμα: Ο κατώτατος μισθός στη χώρα έχει αυξηθεί πρόσφατα.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη sueldo προέρχεται από το λατινικό "solidium", που αναφέρεται σε ένα μέσο ή μικρό νομισματικό ποσό. Η χρήση της λέξης εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου, από την αναφορά σε νομισματικές μονάδες στην έννοια των τακτικών πληρωμών.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - salario (μισθός) - remuneración (αποζημίωση) - honorarios (αμοιβές)

Αντώνυμα: - deuda (χρέος) - vacío (κενό) - desempleo (ανεργία)



22-07-2024