sueldo – ουσιαστικό
[ˈsweldo]
Η λέξη sueldo αναφέρεται στην τακτική αμοιβή που λαμβάνει ένα άτομο για την εργασία του, συνήθως σε μηνιαία βάση. Χρησιμοποιείται σε οικονομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα και είναι κοινά αποδεκτή στον προφορικό και γραπτό λόγο. Στη γλώσσα των επιχειρήσεων, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τις αμοιβές των υπαλλήλων, των εργαζομένων και των δημόσιων υπαλλήλων.
Η συχνότητα χρήσης του sueldo είναι υψηλή και ενδέχεται να χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτές συμφωνίες και φορολογικά συμφραζόμενα.
Ο μισθός των υπαλλήλων έχει αυξηθεί φέτος.
Es importante conocer tu sueldo neto antes de hacer un presupuesto.
Είναι σημαντικό να γνωρίζεις τον καθαρό μισθό σου πριν κάνεις έναν προϋπολογισμό.
La empresa ofrece un buen sueldo junto con beneficios adicionales.
Λέξεις συναφείς με το sueldo χρησιμοποιούνται σε ιδιωματικές εκφράσεις:
(Παράδειγμα: Ζω από το μισθό που μου δίνουν στο γραφείο.)
Subir el sueldo
(Παράδειγμα: Το συνδικάτο θα αγωνιστεί για να αυξήσει τους μισθούς όλων των εργαζομένων.)
Sueldo mínimo
Η λέξη sueldo προέρχεται από το λατινικό "solidium", που αναφέρεται σε ένα μέσο ή μικρό νομισματικό ποσό. Η χρήση της λέξης εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου, από την αναφορά σε νομισματικές μονάδες στην έννοια των τακτικών πληρωμών.
Συνώνυμα: - salario (μισθός) - remuneración (αποζημίωση) - honorarios (αμοιβές)
Αντώνυμα: - deuda (χρέος) - vacío (κενό) - desempleo (ανεργία)