Η λέξη "suelo" αποτελεί ουσιαστικό.
/swe.lo/
Η λέξη "suelo" στα Ισπανικά αναφέρεται συνήθως στο έδαφος ή το χώμα, δηλαδή την επιφάνεια πάνω στην οποία βαδίζουμε ή καλλιεργούμε. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε εσωτερικά δάπεδα, για παράδειγμα, το δάπεδο ενός δωματίου. Η χρήση της ποικίλει και είναι πιο συνήθης σε γραπτά και προφορικά κείμενα. Θεωρείται κοινή λέξη και χρησιμοποιείται συχνά στη καθημερινή γλώσσα.
El suelo es muy fértil para cultivar.
(Το έδαφος είναι πολύ γόνιμο για καλλιέργεια.)
Limpia el suelo de la casa antes de recibir visitas.
(Καθάρισε το δάπεδο του σπιτιού πριν υποδεχτείς επισκέπτες.)
En la montaña, el suelo es rocoso.
(Στο βουνό, το έδαφος είναι βραχώδες.)
Η λέξη "suelo" συναντάται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες μερικές φορές δεν μεταφράζονται κυριολεκτικά:
Tener los pies en el suelo.
(Αυτό που σημαίνει "να είμαστε ρεαλιστές" ή "να είμαστε πρακτικοί".)
Bailar sobre el suelo.
(Σημαίνει "να απολαμβάνουμε τη ζωή" ή "να είμαστε ευτυχισμένοι".)
Caer al suelo.
(Σημαίνει "να αποτύχεις" ή "να αντιμετωπίσεις μια δυσκολία".)
Poner los pies en el suelo.
(Σημαίνει "να είσαι προσγειωμένος" ή "να έχεις μια ρεαλιστική προσέγγιση".)
El suelo está que arde.
(Σημαίνει "η κατάσταση είναι τεταμένη" ή "υπάρχει πολλή ένταση στην ατμόσφαιρα".)
Η λέξη "suelo" προέρχεται από τα Λατινικά "solum", που σημαίνει "έδαφος" ή "χώμα".
Συνώνυμα: - terreno (έδαφος) - superficie (επιφάνεια)
Αντώνυμα: - aire (αέρας) - cielo (ουρανός)
Η λέξη "suelo" είναι συχνά παρούσα σε διάφορους τομείς της ζωής και έχει πολλές χρήσεις στη γλώσσα.