suelo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
DICLIB.COM
AI-based language tools

suelo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "suelo" αποτελεί ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/swe.lo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη "suelo" στα Ισπανικά αναφέρεται συνήθως στο έδαφος ή το χώμα, δηλαδή την επιφάνεια πάνω στην οποία βαδίζουμε ή καλλιεργούμε. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε εσωτερικά δάπεδα, για παράδειγμα, το δάπεδο ενός δωματίου. Η χρήση της ποικίλει και είναι πιο συνήθης σε γραπτά και προφορικά κείμενα. Θεωρείται κοινή λέξη και χρησιμοποιείται συχνά στη καθημερινή γλώσσα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El suelo es muy fértil para cultivar.
    (Το έδαφος είναι πολύ γόνιμο για καλλιέργεια.)

  2. Limpia el suelo de la casa antes de recibir visitas.
    (Καθάρισε το δάπεδο του σπιτιού πριν υποδεχτείς επισκέπτες.)

  3. En la montaña, el suelo es rocoso.
    (Στο βουνό, το έδαφος είναι βραχώδες.)

Ιδωματικές εκφράσεις

Η λέξη "suelo" συναντάται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες μερικές φορές δεν μεταφράζονται κυριολεκτικά:

  1. Tener los pies en el suelo.
    (Αυτό που σημαίνει "να είμαστε ρεαλιστές" ή "να είμαστε πρακτικοί".)

  2. Bailar sobre el suelo.
    (Σημαίνει "να απολαμβάνουμε τη ζωή" ή "να είμαστε ευτυχισμένοι".)

  3. Caer al suelo.
    (Σημαίνει "να αποτύχεις" ή "να αντιμετωπίσεις μια δυσκολία".)

  4. Poner los pies en el suelo.
    (Σημαίνει "να είσαι προσγειωμένος" ή "να έχεις μια ρεαλιστική προσέγγιση".)

  5. El suelo está que arde.
    (Σημαίνει "η κατάσταση είναι τεταμένη" ή "υπάρχει πολλή ένταση στην ατμόσφαιρα".)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "suelo" προέρχεται από τα Λατινικά "solum", που σημαίνει "έδαφος" ή "χώμα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - terreno (έδαφος) - superficie (επιφάνεια)

Αντώνυμα: - aire (αέρας) - cielo (ουρανός)

Η λέξη "suelo" είναι συχνά παρούσα σε διάφορους τομείς της ζωής και έχει πολλές χρήσεις στη γλώσσα.



22-07-2024