Suelta είναι επίθετο και μπορεί να λειτουργήσει και ως ρήμα (συγκεκριμένα η 3η ενικός του ενεστώτα του ρήματος "soltar").
/swel.ta/
Η λέξη suelta έχει την έννοια του "ελεύθερου" ή "χαλαρού", όταν χρησιμοποιείται ως επίθετο. Για παράδειγμα, μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που δεν είναι δεμένο ή σε κατάσταση ελευθερίας. Επίσης, χρησιμοποιείται στο πλαίσιο του ρήματος "soltar" που σημαίνει "αφήνω". Η χρήση της είναι συχνή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Η κλωστή είναι ελεύθερη.
Déjala suelta para que pueda correr.
Η λέξη suelta συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις.
Να είσαι ελεύθερος όπως μια κατσίκα. (να είσαι τρελός ή τολμηρός).
Suelta lo que llevas dentro.
Άφησε ό,τι έχεις μέσα σου. (εκφράσου ελεύθερα).
No te sueltes en la prueba.
Η λέξη suelta προέρχεται από το ρήμα "soltar" που σημαίνει "αφήνω" ή "ελευθερώνω". Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την έννοια του να απελευθερώνεις κάτι ή κάποιον από περιορισμούς.
Συνώνυμα: - Libre (ελεύθερος) - Flojo (χαλαρός)
Αντώνυμα: - Atado (δεμένος) - Controlado (ελεγχόμενος)