Η λέξη "suelto" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που δεν είναι στερεωμένο, κλειδωμένο ή περιορισμένο. Μπορεί να αναφέρεται σε φυσικά αντικείμενα (όπως ένα χαλαρό ρούχο) ή σε καταστάσεις (όπως ελεύθερος χρόνος). Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μία μέτρια συχνότητα χρήσης.
Παραδείγματα προτάσεων:
1. El perro corre suelto en el parque.
(Ο σκύλος τρέχει ελεύθερος στο πάρκο.)
Η λέξη "suelto" έχει χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Παραδείγματα Ιδιωματικών Εκφράσεων:
1. Estar suelto de pantalones.
(Είμαι χαλαρός με τα παντελόνια μου.) - Εννοεί κάποιον που δεν είναι πολύ προσεκτικός ή σε σοβαρή κατάσταση.
Tener la lengua suelta.
(Έχω τη γλώσσα χαλαρή.) - Εννοεί κάποιον που μιλάει πολύ ή που είναι απρόσεκτος με αυτά που λέει.
Andar suelto.
(Περιπλανιέμαι ελεύθερα.) - Σημαίνει ότι κάποιος κινείται χωρίς περιορισμούς ή προγραμματισμούς.
Η ετυμολογία της λέξης "suelto" προέρχεται από το λατινικό "solutus", που σημαίνει "απελευθερωμένος" ή "χαλαρός". Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη άρχισε να χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις που σχετίζονται με την ελευθερία και την έλλειψη περιορισμών.
Συνώνυμα: - Libre (ελεύθερος) - Flojo (χαλαρός)
Αντώνυμα: - Ajustado (στενός) - Fijo (σταθερός) - Ocupado (κατειλημμένος)
Η λέξη "suelto" έχει ποικιλία χρήσεων και νοημάτων, ανάλογα με το συμφραζόμενο, και είναι συχνά παρούσα στις καθημερινές συνομιλίες και στην γραφή.