Suerte είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: [ˈsuerte]
Η λέξη suerte σημαίνει "τύχη" και αναφέρεται στην τυχαία ή ευνοϊκή κατάσταση που συμβαίνει σε κάποιον. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες περιστάσεις, είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο. Είναι συνδεδεμένη με καταστάσεις που ενδέχεται να μην ελέγχονται, όπως παιχνίδια ή γεγονότα που σχετίζονται με το μέλλον.
Tienes mucha suerte en la vida.
(Έχεις πολύ τύχη στη ζωή.)
La suerte está de tu lado hoy.
(Η τύχη είναι με το μέρος σου σήμερα.)
No confío en la suerte para tomar decisiones.
(Δεν εμπιστεύομαι την τύχη για να πάρω αποφάσεις.)
Η λέξη suerte χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
"Tener buena suerte"
(Να έχεις καλή τύχη)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που βιώνει θετικές καταστάσεις ή αποτελέσματα.
"Jugar con la suerte"
(Παίζω με την τύχη)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος ρισκάρει ή ενεργεί χωρίς να έχει σιγουριά για το αποτέλεσμα.
"La suerte de principiante"
(Η τύχη του αρχάριου)
Αφορά την τυχερή κατάσταση που συχνά συμβαίνει σε κάποιον που είναι καινούριος σε κάτι.
Siempre tiene buena suerte en sus negocios.
(Πάντα έχει καλή τύχη στις επιχειρήσεις του.)
No es sabio jugar con la suerte, podrías perderlo todo.
(Δεν είναι σοφό να παίζεις με την τύχη, μπορείς να χάσεις τα πάντα.)
Su éxito se debe a la suerte de principiante, pero también al esfuerzo.
(Η επιτυχία του οφείλεται στην τύχη του αρχάριου, αλλά και στην προσπάθεια.)
Η λέξη suerte προέρχεται από τη λατινική λέξη "sortem" που σημαίνει "μοίρα" ή "τύχη". Η εξελικτική της πορεία στη γλώσσα των Ισπανικών αντικατοπτρίζει την έννοια που σχετίζεται με την τύχη και τις συμπτώσεις.
Συνώνυμα: - Fortuna (μοίρα, τύχη) - Casualidad (τύχη, σύμπτωση)
Αντώνυμα: - Desgracia (κακοτυχία) - Infortunio (ατυχία)