suficiencia είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /sufiθiˈsenθia/ (στην ισπανική προφορά της Σαβάννας ότι είναι σε Χιλή ή Ίσπανια) ή /sufiˈθenθja/ (στην ισπανική προφορά της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη suficiencia αναφέρεται στην κατάσταση ή το επίπεδο επάρκειας κάποιου πράγματος. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η εκπαίδευση, οι κοινωνικές επιστήμες και η καθημερινή ζωή για να περιγράψει την ικανότητα να ανταποκριθεί κανείς σε συγκεκριμένες απαιτήσεις ή ανάγκες. Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στο γραπτό πλαίσιο.
Είναι απαραίτητη η επάρκεια πόρων για να ολοκληρωθεί το έργο.
La suficiencia en el examen garantiza la aprobación del curso.
Η λέξη suficiencia δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις σε φράσεις που υποδεικνύουν ικανότητα ή επάρκεια.
Η επάρκεια του μαθητή είναι προφανής στην ακαδημαϊκή του απόδοση.
A pesar de las dificultades, su suficiencia siempre fue notoria.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό sufficientia, που σημαίνει "ικανότητα" ή "επάρκεια", και είναι συνδεδεμένη με το ρήμα sufficere, που σημαίνει "να επαρκεί" ή "να είναι αρκετό".
Συνώνυμα: - capacidad (ικανότητα) - aptitud (ταλέντο)
Αντώνυμα: - insuficiencia (ανεπάρκεια) - incapacidad (ανικανότητα)