suficiente είναι επίθετο.
/ su.fi.ˈθjen.τε /
Η λέξη suficiente χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι ικανό να καλύψει μια ανάγκη ή απαίτηση, δηλαδή επαρκές ή αρκετό. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως περιγραφή ποσότητας, ποιότητας ή ικανότητας.
Συχνότητα χρήσης:
Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο προφορικά όσο και γραπτά. Στον προφορικό λόγο μπορεί να ακούγεται πιο συχνά σε περιπτώσεις καθημερινών συνομιλιών, ενώ στο γραπτό λόγο χρησιμοποιείται σε επίσημες κείμενα και αναφορές.
La cantidad de comida es suficiente para todos.
(Η ποσότητα του φαγητού είναι αρκετή για όλους.)
Necesitamos un plan que sea suficiente para resolver el problema.
(Χρειαζόμαστε ένα σχέδιο που να είναι ικανό να λύσει το πρόβλημα.)
Sus habilidades son suficientes para conseguir el empleo.
(Οι ικανότητές του είναι αρκετές για να αποκτήσει την εργασία.)
Η λέξη suficiente ενδέχεται να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν έχει πολλούς καθιερωμένους ιδιωματισμούς.
No es suficiente con solo decirlo.
(Δεν αρκεί μόνο να το πεις.)
Hay que hacer suficiente esfuerzo para tener éxito.
(Πρέπει να καταβάλουμε αρκετή προσπάθεια για να έχουμε επιτυχία.)
Es suficiente lo que has hecho, no te preocupes.
(Είναι αρκετό αυτό που έχεις κάνει, μην ανησυχείς.)
Η λέξη suficiente προέρχεται από το λατινικό "sufficiens", που σημαίνει "ικανός" ή "επαρκής", που με τη σειρά του προέρχεται από το ρήμα "sufficere", που σημαίνει "υποστηρίζω" ή "είμαι αρκετός".
Συνώνυμα: - adecuado (κατάλληλος) - bastante (αρκετά) - idóneo (ιδανικός)
Αντώνυμα: - insuficiente (ανεπαρκής) - escaso (σπάνιος) - deficiente (ελλιπής)