sugerencia - ουσιαστικό
sugerencia - [su.ɣe.ˈɾenθj.a]
Η λέξη "sugerencia" στα Ισπανικά σημαίνει μια ιδέα ή προτροπή που προσφέρεται ως βοήθεια ή καθοδήγηση. Χρησιμοποιείται συχνά σε συμφραζόμενα όπου κάποιος προτείνει μια λύση ή ένα σχέδιο. Συχνότητα χρήσης: χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο διαδεδομένη σε γραπτές επικοινωνίες, όπως σε αναφορές ή επιστολές.
Hice una sugerencia para mejorar el proyecto.
(Έκανα μια πρόταση για να βελτιώσω το έργο.)
Tuvo una buena sugerencia sobre cómo organizar la reunión.
(Είχε μια καλή υποδείξη σχετικά με το πώς να οργανώσουμε τη συνάντηση.)
Η λέξη "sugerencia" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχει κάποιες χρήσεις που επισημαίνουν την έννοια της προτεινόμενης δράσης.
Tomar en cuenta la sugerencia.
(Να λάβεις υπόψη την πρόταση.)
No es obligatorio seguir la sugerencia.
(Δεν είναι υποχρεωτικό να ακολουθήσεις την πρόταση.)
Agradezco mucho tu sugerencia.
(Εκτιμώ πολύ την πρότασή σου.)
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "sugerir", το οποίο σημαίνει "να υποδεικνύω" ή "να προτείνω", και έχει λατινικές ρίζες.
Συνώνυμα: - Propuesta - Consejo
Αντώνυμα: - Desestimación - Negación