Suicidarse είναι ρήμα.
[swi.si.ˈðar.se]
Η λέξη suicidarse χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της αυτοκτονίας, δηλαδή την πράξη της κατά σκοπό σκοτώματος του εαυτού. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται με μεγάλη προσοχή λόγω των σοβαρών κοινωνικών και ψυχολογικών συμφορών που σχετίζονται με αυτήν την πράξη. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή, ειδικά σε σοβαρές συζητήσεις, άρθρα για την ψυχική υγεία, ή νομικά κείμενα, κυρίως σε γραπτά κείμενα. Η χρήση της είναι λιγότερη στον προφορικό λόγο λόγω της ευαισθησίας του θέματος.
Αυτός αποφάσισε να αυτοκτονήσει για λόγους που κανείς δεν γνωρίζει.
La película trata sobre una joven que intenta suicidarse.
Η ταινία μιλά για μια νέα κοπέλα που προσπαθεί να αυτοκτονήσει.
El apoyo psicológico puede ayudar a prevenir que una persona se suicida.
Η λέξη suicidarse δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων λόγω του σοβαρού της χαρακτήρα, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που δείχνουν διάφορες καταστάσεις σχετικά με την ψυχική υγεία ή τη ζωή.
Η αυτοκτονία δεν πρέπει ποτέ να είναι μια επιλογή.
Es crucial hablar sobre el suicidio para prevenirlo.
Είναι κρίσιμο να μιλήσουμε για την αυτοκτονία για να την προλάβουμε.
La prevención del suicidio es un tema importante en la salud mental.
Η πρόληψη της αυτοκτονίας είναι ένα σημαντικό θέμα στην ψυχική υγεία.
Hay organizaciones que ayudan a las personas que piensan en suicidarse.
Η λέξη suicidarse προέρχεται από το Λατινικό "sui caedere", που σημαίνει "να σκοτώσεις τον εαυτό σου".