sumar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sumar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

sumar είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

[suˈmaɾ]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη sumar χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία πρόσθεσης ή του να μαζέψεις στοιχεία, πληροφορίες ή στοιχεία ώστε να δημιουργήσεις ένα σύνολο. Στην οικονομία, αναφέρεται στην αλληλεπίδραση αριθμών ή στοιχείων για να προκύψουν δεδομένα. Στον τομέα του νόμου, μπορεί να αναφέρεται στην σύνοψη στοιχείων ή αποδείξεων.

Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, καθώς είναι μια βασική έννοια σε πολλές καθημερινές καταστάσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Ayer, sumar los gastos fue un desafío.
  2. Χθες, η πρόσθεση των εξόδων ήταν μια πρόκληση.

  3. Es importante sumar todos los argumentos antes de tomar una decisión.

  4. Είναι σημαντικό να συνοψίσουμε όλα τα επιχειρήματα πριν πάρουμε μια απόφαση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη sumar χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:

  1. Sumar esfuerzos
  2. Μαζεύω προσπάθειες.
  3. Για να πετύχουμε το στόχο, necesitamos sumar esfuerzos.
  4. Για να πετύχουμε το στόχο, είναι απαραίτητο να συνεργαστούμε.

  5. Sumar puntos

  6. Συγκεντρώνω πόντους.
  7. En la competencia, es crucial saber sumar puntos.
  8. Στον διαγωνισμό, είναι κρίσιμο να μάθεις να συγκεντρώνεις πόντους.

  9. Sumar a la lista

  10. Προσθέτω στη λίστα.
  11. Debes sumar a la lista todas las tareas pendientes.
  12. Πρέπει να προσθέσεις στη λίστα όλες τις εκκρεμείς δουλειές.

  13. Sumar experiencias

  14. Συγκεντρώνω εμπειρίες.
  15. Viajar es una manera excelente de sumar experiencias.
  16. Το ταξίδι είναι ένας εξαιρετικός τρόπος για να αποκτήσουμε εμπειρίες.

Ετυμολογία

Η λέξη sumar προέρχεται από το λατινικό "summare", που σημαίνει "προσθέτω", και είναι συνδεδεμένη με τη λέξη "summa", που σημαίνει "σύνολο".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - agregar (προσθέτω) - totalizar (συνοψίζω)

Αντώνυμα: - restar (αφαιρώ) - dividir (διαιρώ)



22-07-2024