sumar είναι ρήμα.
[suˈmaɾ]
Η λέξη sumar χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία πρόσθεσης ή του να μαζέψεις στοιχεία, πληροφορίες ή στοιχεία ώστε να δημιουργήσεις ένα σύνολο. Στην οικονομία, αναφέρεται στην αλληλεπίδραση αριθμών ή στοιχείων για να προκύψουν δεδομένα. Στον τομέα του νόμου, μπορεί να αναφέρεται στην σύνοψη στοιχείων ή αποδείξεων.
Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, καθώς είναι μια βασική έννοια σε πολλές καθημερινές καταστάσεις.
Χθες, η πρόσθεση των εξόδων ήταν μια πρόκληση.
Es importante sumar todos los argumentos antes de tomar una decisión.
Η λέξη sumar χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Για να πετύχουμε το στόχο, είναι απαραίτητο να συνεργαστούμε.
Sumar puntos
Στον διαγωνισμό, είναι κρίσιμο να μάθεις να συγκεντρώνεις πόντους.
Sumar a la lista
Πρέπει να προσθέσεις στη λίστα όλες τις εκκρεμείς δουλειές.
Sumar experiencias
Η λέξη sumar προέρχεται από το λατινικό "summare", που σημαίνει "προσθέτω", και είναι συνδεδεμένη με τη λέξη "summa", που σημαίνει "σύνολο".
Συνώνυμα: - agregar (προσθέτω) - totalizar (συνοψίζω)
Αντώνυμα: - restar (αφαιρώ) - dividir (διαιρώ)