Ρήμα
[suˈmaɾse]
Η λέξη "sumarse" σημαίνει να ενώνομαι ή να προστίθεμαι σε κάτι, όπως σε μια ομάδα ή σε μια γνώμη. Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη συμμετοχή σε δραστηριότητες, συνεργασίες ή κινήματα. Υπάρχει συχνή χρήση στον προφορικό λόγο, ιδίως σε κοινωνικές ή πολιτικές συγκεντρώσεις.
"Πολλοί νέοι συμμετείχαν στη διαδήλωση."
"Decidí sumarme al proyecto para ayudar."
Η λέξη "sumarse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
"Αποφάσισα να ενωθώ με την υπόθεση της ισότητας."
"Sumarse al grupo"
"Θέλω να ενταχθώ στην ομάδα μελέτης."
"Sumarse al debate"
"Αυτοί θέλουν να συμμετάσχουν στη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή."
"Sumarse a la fiesta"
Η λέξη "sumarse" προέρχεται από το λατινικό "summare", που σημαίνει "προσθέτω".
Συνώνυμα: - unirse (ενώνομαι) - participar (συμμετέχω)
Αντώνυμα: - separarse (χωρίζομαι) - aislarse (απομονώνομαι)