sumarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sumarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

[suˈmaɾse]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "sumarse" σημαίνει να ενώνομαι ή να προστίθεμαι σε κάτι, όπως σε μια ομάδα ή σε μια γνώμη. Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη συμμετοχή σε δραστηριότητες, συνεργασίες ή κινήματα. Υπάρχει συχνή χρήση στον προφορικό λόγο, ιδίως σε κοινωνικές ή πολιτικές συγκεντρώσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "Muchos jóvenes se sumaron a la manifestación."
  2. "Πολλοί νέοι συμμετείχαν στη διαδήλωση."

  3. "Decidí sumarme al proyecto para ayudar."

  4. "Αποφάσισα να συμμετέχω στο έργο για να βοηθήσω."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "sumarse" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:

  1. "Sumarse a la causa"
  2. "Να ενωθεί με την υπόθεση."
  3. "Decidí sumarme a la causa de la igualdad."
  4. "Αποφάσισα να ενωθώ με την υπόθεση της ισότητας."

  5. "Sumarse al grupo"

  6. "Να ενταχθεί στην ομάδα."
  7. "Quiero sumarme al grupo de estudio."
  8. "Θέλω να ενταχθώ στην ομάδα μελέτης."

  9. "Sumarse al debate"

  10. "Να συμμετάσχει στη συζήτηση."
  11. "Ellos quieren sumarse al debate sobre el cambio climático."
  12. "Αυτοί θέλουν να συμμετάσχουν στη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή."

  13. "Sumarse a la fiesta"

  14. "Να συμμετάσχει στη γιορτή."
  15. "Fue genial ver a todos sumarse a la fiesta."
  16. "Ήταν υπέροχο να βλέπουμε όλους να συμμετέχουν στη γιορτή."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "sumarse" προέρχεται από το λατινικό "summare", που σημαίνει "προσθέτω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - unirse (ενώνομαι) - participar (συμμετέχω)

Αντώνυμα: - separarse (χωρίζομαι) - aislarse (απομονώνομαι)



23-07-2024