sumergido - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sumergido (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Sumergido είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

/͵su.meɾˈxi.ðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "sumergido" προέρχεται από το ρήμα "sumergir", που σημαίνει "βυθίζω" ή "καταδύομαι". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει βυθιστεί σε νερό ή ένα άτομο που έχει βυθιστεί σε μια συναισθηματική ή ψυχολογική κατάσταση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στον γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El submarino está sumergido en el océano.
  2. Το υποβρύχιο είναι βυθισμένο στον ωκεανό.

  3. Me siento sumergido en mis pensamientos.

  4. Νιώθω βυθισμένος στις σκέψεις μου.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "sumergido" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να αναφερθεί σε περιπτώσεις όπου αντικειμενικά ή μεταφορικά, κάτι ή κάποιος αισθάνεται ότι "βυθίζεται" σε καταστάσεις ή συναισθήματα.

  1. Estar sumergido en trabajo.
  2. Να είσαι βυθισμένος στη δουλειά.

  3. Sentirse sumergido en el estrés.

  4. Να νιώθεις βυθισμένος στο άγχος.

  5. Vivir sumergido en la rutina diaria.

  6. Να ζεις βυθισμένος στη καθημερινή ρουτίνα.

Ετυμολογία

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "submergere", που σημαίνει "βυθίζω, καταδύομαι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024