Το "sumergir" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /suˈmeɾ.xir/
Η λέξη "sumergir" σημαίνει να βυθίσεις κάτι σε υγρό, ή να το κάνεις να βυθιστεί έως ότου καλυφθεί εντελώς. Χρησιμοποιείται στα Ισπανικά συχνά και είτε σε γραπτό είτε σε προφορικό λόγο, αν και οι φράσεις που περιέχουν το "sumergir" είναι αρκετά συχνές στον καθημερινό λόγο.
Voy a sumergir la fruta en agua fría para que se mantenga fresca.
(Θα βυθίσω τα φρούτα σε κρύο νερό για να παραμείνουν φρέσκα.)
Es importante no sumergir el dispositivo en agua.
(Είναι σημαντικό να μην βυθίσεις τη συσκευή στο νερό.)
La actividad de buceo nos permite sumergirnos en el océano.
(Η δραστηριότητα του καταδύσεων μας επιτρέπει να βυθιστούμε στον ωκεανό.)
Το "sumergir" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Me encanta sumergirme en la lectura de buenos libros.
(Μου αρέσει να βυθίζομαι στην ανάγνωση καλών βιβλίων.)
Sumergir en la tristeza
(Βυθίζομαι στη θλίψη)
A veces me siento sumergido en la tristeza sin razón.
(Κάποιες φορές νιώθω ότι βυθίζομαι στη θλίψη χωρίς λόγο.)
Sumergirse en un proyecto
(Βυθίζομαι σε ένα έργο)
Decidí sumergirme en un nuevo proyecto para distraerme.
(Αποφάσισα να βυθιστώ σε ένα νέο έργο για να ξεχαστώ.)
Sumergirse completamente
(Βυθίζομαι εντελώς)
Η λέξη "sumergir" προέρχεται από το Λατινικό "submergere", που σημαίνει να βυθίζεις κάτω ή να κάνεις κάτι να βυθιστεί.
Συνώνυμα: - hundir (βυθίζω) - sumergirse (βυθίζομαι)
Αντώνυμα: - emerger (αναδύομαι) - salir (βγαίνω)