Sumergirse είναι ρήμα.
[su.meɾ.ˈxiɾ.se]
Η λέξη sumergirse σημαίνει "να βυθιστείς" ή "να καταδυθείς" σε υγρό στοιχείο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να περιγράψει την πλήρη συμμετοχή ή ενασχόληση με κάτι, όπως μια δραστηριότητα ή ένα θέμα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικούς και γραπτούς λόγους, αν και η χρήση της είναι λίγο πιο συνηθισμένη σε πιο αφηρημένα ή μεταφορικά πλαίσια.
Αποφάσισα να βυθιστώ στην ανάγνωση αυτού του βιβλίου.
Cuando nade, me gusta sumergirme por completo.
Όταν κολυμπάω, μου αρέσει να βυθίζομαι εντελώς.
Ella se sumerge en sus pensamientos durante horas.
Η λέξη sumergirse μπορεί να χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Όταν υπάρχει πολύ δουλειά, μερικές φορές χρειάζομαι να βυθίσω σε αυτήν.
Sumergirse en un mar de emociones
Όταν είδα την ταινία, βυθίστηκα σε μια θάλασσα συναισθημάτων.
Sumergirse en una cultura
Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου, προσπαθώ να βυθιστώ στην τοπική κουλτούρα.
Sumergirse en el aprendizaje
Η λέξη sumergirse προέρχεται από το λατινικό "submergere", που σημαίνει "καταβυθίζω" ή "βυθίζω".
Συνώνυμα: - zambullirse (καταδύομαι) - hundirse (καταποντίζομαι)
Αντώνυμα: - emerger (αναδυόμαι) - salir (βγαίνω)