sumergirse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

sumergirse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Sumergirse είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

[su.meɾ.ˈxiɾ.se]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη sumergirse σημαίνει "να βυθιστείς" ή "να καταδυθείς" σε υγρό στοιχείο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να περιγράψει την πλήρη συμμετοχή ή ενασχόληση με κάτι, όπως μια δραστηριότητα ή ένα θέμα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικούς και γραπτούς λόγους, αν και η χρήση της είναι λίγο πιο συνηθισμένη σε πιο αφηρημένα ή μεταφορικά πλαίσια.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Decidí sumergirme en la lectura de ese libro.
  2. Αποφάσισα να βυθιστώ στην ανάγνωση αυτού του βιβλίου.

  3. Cuando nade, me gusta sumergirme por completo.

  4. Όταν κολυμπάω, μου αρέσει να βυθίζομαι εντελώς.

  5. Ella se sumerge en sus pensamientos durante horas.

  6. Αυτή βυθίζεται στις σκέψεις της για ώρες.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη sumergirse μπορεί να χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Sumergirse en el trabajo
  2. Βυθίζομαι στη δουλειά.
  3. "Cuando hay mucho trabajo, a veces necesito sumergirme en él."
  4. Όταν υπάρχει πολύ δουλειά, μερικές φορές χρειάζομαι να βυθίσω σε αυτήν.

  5. Sumergirse en un mar de emociones

  6. Βυθίζομαι σε μια θάλασσα συναισθημάτων.
  7. "Al ver la película, me sumergí en un mar de emociones."
  8. Όταν είδα την ταινία, βυθίστηκα σε μια θάλασσα συναισθημάτων.

  9. Sumergirse en una cultura

  10. Βυθίζομαι σε μια κουλτούρα.
  11. "Durante mis viajes, trato de sumergirme en la cultura local."
  12. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου, προσπαθώ να βυθιστώ στην τοπική κουλτούρα.

  13. Sumergirse en el aprendizaje

  14. Βυθίζομαι στη μάθηση.
  15. "Para dominar un idioma, a veces es necesario sumergirse en el aprendizaje."
  16. Για να ελέγξεις μια γλώσσα, μερικές φορές είναι απαραίτητο να βυθιστείς στη μάθηση.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη sumergirse προέρχεται από το λατινικό "submergere", που σημαίνει "καταβυθίζω" ή "βυθίζω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - zambullirse (καταδύομαι) - hundirse (καταποντίζομαι)

Αντώνυμα: - emerger (αναδυόμαι) - salir (βγαίνω)



23-07-2024