Το "suministrador" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "suministrador" είναι /sumi.nis.tɾaˈðoɾ/.
Η λέξη "suministrador" αναφέρεται σε αυτόν που παρέχει ή προμηθεύει αγαθά ή υπηρεσίες. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα των επιχειρήσεων και της οικονομίας, και έχει σημαντική συχνότητα χρήσης και στους δύο τομείς, πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε συμβάσεις και έγγραφα.
El suministrador de electricidad ha aumentado las tarifas este mes.
(Ο προμηθευτής ηλεκτρικής ενέργειας έχει αυξήσει τις τιμές αυτό το μήνα.)
Necesitamos buscar un nuevo suministrador para los materiales de construcción.
(Πρέπει να βρούμε έναν νέο προμηθευτή για τα οικοδομικά υλικά.)
Η λέξη "suministrador" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συχνά συνδέεται με τη διαδικασία προμήθειας και διαχείρισης πόρων.
Es vital contar con un suministrador confiable para evitar interrupciones en el servicio.
(Είναι ζωτικής σημασίας να έχουμε έναν αξιόπιστο προμηθευτή για να αποφύγουμε διακοπές στην υπηρεσία.)
Un buen suministrador puede hacer la diferencia entre el éxito y el fracaso en un negocio.
(Ένας καλός προμηθευτής μπορεί να κάνει τη διαφορά μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας σε μια επιχείρηση.)
En tiempos de crisis, encontrar un suministrador alternativo es crucial para la supervivencia de la empresa.
(Σε περιόδους κρίσης, η εύρεση εναλλακτικού προμηθευτή είναι κρίσιμη για την επιβίωση της επιχείρησης.)
Η λέξη "suministrador" προέρχεται από το ρήμα "suministrar", που σημαίνει "να παρέχει". Η ρίζα "sumin-" σχετίζεται με την έννοια της προμήθειας.
Συνώνυμα: - Proveedor (πάροχος) - Distribuidor (διανομέας)
Αντώνυμα: - Consumidor (καταναλωτής) - Recibidor (αποδέκτης)