Το "suministrar" είναι ρήμα.
/su.mi.nisˈtɾaɾ/
Η λέξη "suministrar" σημαίνει την πράξη του να παρέχεις ή να προμηθεύεις κάτι, όπως αγαθά ή υπηρεσίες. Χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων της οικονομίας και του δικαίου. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο, γραπτό και προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται πιο συχνά σε επίσημα και γραπτά πλαίσια, όπως συμβόλαια ή επιχειρηματικές αναφορές.
La empresa va a suministrar los productos necesarios.
(Η εταιρεία θα προμηθεύσει τα απαραίτητα προϊόντα.)
Es importante suministrar información precisa a los clientes.
(Είναι σημαντικό να παρέχουμε ακριβείς πληροφορίες στους πελάτες.)
El gobierno decidió suministrar ayuda a las familias afectadas.
(Η κυβέρνηση αποφάσισε να παρέχει βοήθεια στις πληγείσες οικογένειες.)
Η λέξη "suministrar" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε συνδυασμούς με άλλες λέξεις. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Suministrar alimentos básicos es esencial para la comunidad.
(Η προμήθεια βασικών τροφίμων είναι απαραίτητη για την κοινότητα.)
No olvides suministrar todos los documentos requeridos.
(Μην ξεχάσεις να προμηθεύσεις όλα τα απαιτούμενα έγγραφα.)
Suministrar recursos adecuados ayuda en la educación.
(Η παροχή κατάλληλων πόρων βοηθά στην εκπαίδευση.)
Suministrar un servicio de calidad es clave para el éxito.
(Η παροχή ποιοτικής υπηρεσίας είναι κλειδί για την επιτυχία.)
Es crucial suministrar apoyo psicológico a las víctimas.
(Είναι καθοριστικό να παρέχουμε ψυχολογική υποστήριξη στα θύματα.)
Η λέξη "suministrar" προέρχεται από το λατινικό "subministrare", που σημαίνει "παρέχω" ή "προμηθεύω", όπου "sub-" σημαίνει "κάτω" ή "υπό" και "ministrare" σημαίνει "παρέχω" ή "διαχειρίζομαι".
Συνώνυμα: - proporcionar - abastecer - facilitar
Αντώνυμα: - retirar - negar - escasear
Αυτή η ανασκόπηση παρέχει μια πλήρη εικόνα της λέξης "suministrar" στον τομέα της Ισπανικής γλώσσας.