Η λέξη "suministros" είναι ουσιαστικό και εμφανίζεται στον πληθυντικό αριθμό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /su.miˈnis.tɾos/
Η λέξη "suministros" αναφέρεται γενικά σε προμήθειες ή εφόδια που παρέχονται για την εκτέλεση μιας εργασίας, δραστηριότητας ή υπηρεσίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε εμπορικά και βιομηχανικά περιβάλλοντα, καθώς και στην καθημερινή γλώσσα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ιδίως σε γραπτά κείμενα όπως συμβόλαια και λογιστικά έγγραφα, αλλά χρησιμοποιείται επίσης στον προφορικό λόγο.
Οι προμήθειες για την κατασκευή έχουν ήδη φτάσει.
Es importante hacer un inventario de los suministros antes de empezar el proyecto.
Η λέξη "suministros" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σε ορισμένα πλαίσια μπορεί να συνδέεται με φράσεις που σχετίζονται με την προμήθεια και την εφοδιαστική. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
Δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε την παραγωγή χωρίς τις κατάλληλες προμήθειες.
El retraso en la entrega de suministros afectó todo el plan.
Η καθυστέρηση στην παράδοση των εφοδίων επηρέασε όλο το σχέδιο.
Asegúrate de que los suministros estén siempre en stock.
Βεβαιώσου ότι οι προμήθειες είναι πάντα διαθέσιμες στο απόθεμα.
El departamento de suministros es crucial para el funcionamiento de la empresa.
Η λέξη "suministros" προέρχεται από το ρήμα "suministrar", που σημαίνει "να παρέχεις" ή "να εφοδιάσεις". Το "suministrar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "subministrare".
Συνώνυμα: - provisiones - abastecimientos
Αντώνυμα: - escasez (έλλειψη) - carencia (στέρηση)