Ρήμα.
/suˈmiɾ/
Η λέξη "sumir" στα Ισπανικά σημαίνει "να συνοψίσω", "να συμπεριλάβω", ή "να αφαιρέσω". Χρησιμοποιείται πολύ συχνά στη γραπτή και προφορική γλώσσα, κυρίως σε ακαδημαϊκά ή τεχνικά συμφραζόμενα όπου απαιτείται η συντόμευση μιας παρουσίασης ή μιας θεωρίας.
Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, καθώς αναφέρεται σε διαδικασίες όπως η σύνθεση ή η επιστημονική αναφορά, και μπορεί να παρατηρηθεί σε πολλά κείμενα και συνομιλίες.
Είναι σημαντικό να συνοψίσουμε όλα τα κομβικά σημεία πριν από τη συνάντηση.
El libro sume los conceptos más relevantes de la teoría.
Στα ισπανικά, η λέξη "sumir" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις:
Η πρόσφατη απώλεια τον έχει βυθίσει στην κατάθλιψη.
Sumir responsabilidades
Είναι ώρα να αναλάβω ευθύνες στην εταιρεία.
Sumir costos
Η λέξη "sumir" προέρχεται από το λατινικό "summere", το οποίο σημαίνει "να πάρω" ή "να συλλέξω".