Το "sumirse" είναι ένα ρήμα.
Η φωνητική μορφή του "sumirse" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι [suˈmiɾse].
Η λέξη "sumirse" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - καταδύομαι - βυθίζομαι - εξαφανίζομαι
Η λέξη "sumirse" σημαίνει να μπαίνεις μέσα σε κάτι, συνήθως αναφέρεται στην ιδέα του να βυθίζεσαι σωματικά ή ψυχολογικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια κατάσταση όπου κάποιος εισέρχεται σε μια κατάσταση ή διάθεση, όπως η κατάθλιψη ή η σκέψη. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή στο προφορικό και γραπτό λόγο.
Αυτός βυθίστηκε στις σκέψεις του για ώρες.
La ciudad se sumió en la oscuridad después de la tormenta.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "sumirse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Σημασία: Αναφέρεται στο να πέφτει κάποιος σε καταθλιπτική κατάσταση.
Sumirse en el trabajo.
Σημασία: Όταν κάποιος εργάζεται πολύ, συχνά για να ξεφύγει από κάτι.
Sumergirse en un libro.
Σημασία: Όταν κάποιος διαβάζει ένα βιβλίο με έντονη προσοχή.
Sumirse en recuerdos.
Σημασία: Όταν κάποιος θυμάται παλιές στιγμές, συνήθως με συναισθηματική διάθεση.
Sumirse en la desesperación.
Η λέξη "sumirse" προέρχεται από το ρήμα "sumir," το οποίο έχει ρίζες στη Λατινική "submergere," που σημαίνει "βυθίζω" ή "καταδύομαι."
Συνώνυμα: - Bajar - Sumergir
Αντώνυμα: - Emerger - Subir