Επίθετο
/sunˈtuwoso/
Η λέξη "suntuoso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι εξαιρετικά πλούσιο και εντυπωσιακό, συχνά στα πλαίσια της διακόσμησης, των αντικειμένων ή ακόμη και του τρόπου ζωής. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη συνήθως συσχετίζεται με το πλούτο και την πολυτέλεια, και χρησιμοποιείται σε γραπτά και προφορικά κείμενα. Ήδη από την αρχαία εποχή, η έννοια της πολυτέλειας είναι χαραγμένη στην κουλτούρα, με το "suntuoso" να συνδέεται με πλούσιες και εντυπωσιακές εμφανίσεις.
El hotel era suntuoso y con muchas comodidades.
(Το ξενοδοχείο ήταν πολυτελές και είχε πολλές παροχές.)
Decidieron organizar una boda suntuosa en un castillo.
(Αποφάσισαν να οργανώσουν έναν λαμπρό γάμο σε ένα κάστρο.)
Su vestido de gala era tan suntuoso que todos quedaron impresionados.
(Το βραδινό φόρεμά της ήταν τόσο εντυπωσιακό που όλοι έμειναν εντυπωσιασμένοι.)
Η λέξη "suntuoso" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της πολυτέλειας και της υπερβολής:
Vivir con suntuosidad.
(Να ζω με πολυτέλεια.)
Una cena suntuosa.
(Ένα πολυτελές δείπνο.)
Disfrutar de un viaje suntuoso.
(Να απολαμβάνω ένα πολυτελές ταξίδι.)
Un regalo suntuoso para una ocasión especial.
(Ένα πολυτελές δώρο για μια ειδική περίσταση.)
Η λέξη "suntuoso" προέρχεται από τη λατινική λέξη "sumptuosus", που σημαίνει "πολυτελής" ή "δαπανηρός".
Αυτές οι πληροφορίες συμπληρώνουν την κατανόηση και τη χρήση της λέξης "suntuoso" στην ισπανική γλώσσα.