Το "supeditado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "supeditado" με τη χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /superiˈðaðo/
Η λέξη "supeditado" προέρχεται από το ρήμα "supeditar", που σημαίνει να υποτάσσεις ή να εξαρτάς κάτι από κάτι άλλο. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις όπου ένα άτομο ή μια κατάσταση είναι υποταγμένο ή εξαρτημένο από κάποιον άλλο ή από συγκεκριμένες συνθήκες. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
El proyecto está supeditado a la aprobación del gobierno.
(Το έργο είναι υποταγμένο στην έγκριση της κυβέρνησης.)
Su bienestar está supeditado a las decisiones de su jefe.
(Η ευημερία του είναι υποταγμένη στις αποφάσεις του αφεντικού του.)
Las negociaciones fueron supeditadas a los resultados de la auditoría.
(Οι διαπραγματεύσεις υποτάχθηκαν στα αποτελέσματα της επιθεώρησης.)
Η λέξη "supeditado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Estar supeditado a las circunstancias.
(Να είσαι υποταγμένος στις συνθήκες.)
Supeditarse a la voluntad de otros.
(Να υποτάσσεσαι στη θέληση των άλλων.)
Un plan supeditado a la necesidad.
(Ένα σχέδιο υποταγμένο στην αναγκαιότητα.)
Todo está supeditado al riesgo.
(Όλα είναι υποταγμένα στον κίνδυνο.)
Sus decisiones estaban supeditadas a la opinión pública.
(Οι αποφάσεις του ήταν υποταγμένες στη δημόσια γνώμη.)
Η λέξη "supeditado" προέρχεται από το ρήμα "supeditar", που σχηματίζεται από το πρόθεμα "su-" (κάτω) και τη ρίζα "pedir" (να ζητάς). Σημαίνει την πράξη του να βάζεις κάτι ή κάποιον σε μια θέση εξάρτησης ή υποταγής.