supeditar είναι ρήμα.
/supeðitaɾ/
Η λέξη supeditar χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να υποδηλώσει την πράξη της υποταγής ή την κατάσταση όπου κάτι ή κάποιοι εξαρτώνται από κάτι άλλο. Σημαίνει, κατά κύριο λόγο, ότι ένα θέμα ή ένα γεγονός είναι αναγκαίο να προσαρμοστεί ή να περιοριστεί εξαιτίας άλλων παραγόντων. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να έχει υψηλότερη συχνότητα στη γραφή.
Es necesario supeditar los intereses personales a los del grupo.
Είναι απαραίτητο να υποτάξουμε τα προσωπικά συμφέροντα στα του γκρουπ.
El proyecto se debe supeditar al presupuesto disponible.
Το έργο πρέπει να υποταχθεί στον διαθέσιμο προϋπολογισμό.
Η λέξη supeditar μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν την έννοια της εξάρτησης ή της υποταγής.
Supeditarse a la autoridad.
Υποτάσσομαι στην εξουσία.
No se puede supeditar la salud a la economía.
Δεν μπορείς να υποτάξεις την υγεία στην οικονομία.
Es importante supeditar los deseos a las necesidades.
Είναι σημαντικό να υποτάξεις τις επιθυμίες στις ανάγκες.
Los derechos humanos no deben supeditarse a la seguridad nacional.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν πρέπει να υποτάσσονται στην εθνική ασφάλεια.
Η λέξη supeditar προέρχεται από τη λατινική λέξη subordinare, που σημαίνει "να υποτάσσω", όπου το πρόθεμα sub- υποδηλώνει "κάτω" ή "υπό", και το ρήμα ordinare σημαίνει "να οργανώνω" ή "να ταξινομώ".
Συνώνυμα: - subordinar - depender - priorizar
Αντώνυμα: - independizar - emancipar - liberar
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μία ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης supeditar στη γλώσσα Ισπανικά.