Η λέξη "superarse" στα Ισπανικά σημαίνει "να ξεπεράσεις τον εαυτό σου" ή "να αυτοβελτιωθείς". Χρησιμοποιείται συχνά για να αναφέρεται στη διαδικασία της ανάπτυξης και της βελτίωσης κάποιου ατόμου, είτε σε προσωπικό είτε σε επαγγελματικό επίπεδο. Θεωρείται μια θετική λέξη που δηλώνει την επιδίωξη της αριστείας και της πρόοδου. Αυτή η λέξη είναι συνηθισμένη τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Είναι σημαντικό να ξεπερνάς τον εαυτό σου κάθε μέρα.
Ella se ha superado en su carrera profesional.
Αυτή έχει ξεπεράσει τον εαυτό της στην επαγγελματική της καριέρα.
Necesitamos encontrar formas de superarnos como equipo.
Η λέξη "superarse" χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Το να ξεπεράσεις τον εαυτό σου είναι το πρώτο βήμα προς την επιτυχία.
Superar los obstáculos es parte del proceso de superación.
Το να ξεπερνάς τα εμπόδια είναι μέρος της διαδικασίας αυτοβελτίωσης.
Él siempre busca retos para superarse.
Αυτός πάντα ψάχνει προκλήσεις για να ξεπεράσει τον εαυτό του.
La clave para el progreso es la voluntad de superarse.
Το κλειδί για την πρόοδο είναι η θέληση να ξεπεράσεις τον εαυτό σου.
No hay límites cuando se trata de superarse.
Δεν υπάρχουν όρια όταν πρόκειται για το να ξεπεράσεις τον εαυτό σου.
Cada fracaso es una oportunidad para superarse.
Η λέξη "superarse" προέρχεται από το λατινικό "superare", που σημαίνει "να υπερβαίνεις". Το πρόθεμα "super-" υποδηλώνει υπέρβαση, ενώ το "arse" προέρχεται από τη ρίζα των ρημάτων που δηλώνει τη δράση.
avanzar (προχωρώ)
Αντώνυμα: