superficial - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

superficial (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του Λόγου

Η λέξη "superficial" είναι επίθετο.

Φωνητική Μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): [supeɾiˈfɪθjal]

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικά

Η λέξη "superficial" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - επιφανειακός - επιφανειακή - επιφανειακό

Σημασία και Χρήση

Στα Ισπανικά, η λέξη "superficial" αναφέρεται σε κάτι που είναι σχετικό με την επιφάνεια ή που έχει ελάχιστο βάθος ή σοβαρότητα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις, χαρακτηριστικά ή περιεχόμενο που δεν είναι βαθιά ή ουσιαστικά. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο.

Παραδείγματα Προτάσεων

  1. El análisis fue superficial y no abordó los problemas reales.
    (Η ανάλυση ήταν επιφανειακή και δεν ασχολήθηκε με τα πραγματικά προβλήματα.)

  2. A veces, las relaciones superficiales pueden ser engañosas.
    (Μερικές φορές, οι επιφανειακές σχέσεις μπορεί να είναι παραπλανητικές.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "superficial" δεν χρησιμοποιείται όσο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε φράσεις που αναφέρονται σε επιφανειακή φύση ή προσεγγίσεις:

  1. Tener una relación superficial.
    (Έχω μια επιφανειακή σχέση.)

  2. No te dejes llevar por lo superficial.
    (Μην αφεθείς σε ό,τι είναι επιφανειακό.)

  3. Su comentario fue muy superficial.
    (Το σχόλιό του ήταν πολύ επιφανειακό.)

Ετυμολογία

Η λέξη "superficial" προέρχεται από το λατινικό "superficialis", που σημαίνει "σχετικό με την επιφάνεια", από το "superficies", που σημαίνει "επιφάνεια".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - superficial (ισπανικά) - frívolo (επιπόλαιος) - ligero (ελαφρύς)

Αντώνυμα: - profundo (βαθύς) - serio (σοβαρός) - sustancial (ουσιαστικός)



22-07-2024