Η λέξη "superficial" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): [supeɾiˈfɪθjal]
Η λέξη "superficial" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - επιφανειακός - επιφανειακή - επιφανειακό
Στα Ισπανικά, η λέξη "superficial" αναφέρεται σε κάτι που είναι σχετικό με την επιφάνεια ή που έχει ελάχιστο βάθος ή σοβαρότητα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις, χαρακτηριστικά ή περιεχόμενο που δεν είναι βαθιά ή ουσιαστικά. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και τείνει να χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο.
El análisis fue superficial y no abordó los problemas reales.
(Η ανάλυση ήταν επιφανειακή και δεν ασχολήθηκε με τα πραγματικά προβλήματα.)
A veces, las relaciones superficiales pueden ser engañosas.
(Μερικές φορές, οι επιφανειακές σχέσεις μπορεί να είναι παραπλανητικές.)
Η λέξη "superficial" δεν χρησιμοποιείται όσο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε φράσεις που αναφέρονται σε επιφανειακή φύση ή προσεγγίσεις:
Tener una relación superficial.
(Έχω μια επιφανειακή σχέση.)
No te dejes llevar por lo superficial.
(Μην αφεθείς σε ό,τι είναι επιφανειακό.)
Su comentario fue muy superficial.
(Το σχόλιό του ήταν πολύ επιφανειακό.)
Η λέξη "superficial" προέρχεται από το λατινικό "superficialis", που σημαίνει "σχετικό με την επιφάνεια", από το "superficies", που σημαίνει "επιφάνεια".
Συνώνυμα: - superficial (ισπανικά) - frívolo (επιπόλαιος) - ligero (ελαφρύς)
Αντώνυμα: - profundo (βαθύς) - serio (σοβαρός) - sustancial (ουσιαστικός)