Επίθετο
/supeɾiˈoɾ/
Η λέξη "superior" στα Ισπανικά σημαίνει "ανώτερος" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι σε υψηλότερο επίπεδο, ικανότητα ή ποιότητα σε σύγκριση με κάτι άλλο. Συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η εκπαίδευση, η ιεραρχία στην εργασία, και άλλες καταστάσεις που απαιτούν σύγκριση. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, αλλά είναι επίσης αρκετά κοινή στον προφορικό λόγο.
El nivel de este curso es superior al de otros.
(Το επίπεδο αυτού του μαθήματος είναι ανώτερο από άλλα.)
El gerente tiene un salario superior a sus compañeros.
(Ο διευθυντής έχει μισθό ανώτερο από τους συναδέλφους του.)
Η λέξη "superior" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές:
No hay superior a ti.
(Δεν υπάρχει ανώτερος από σένα.)
Tienes que ser superior a las adversidades.
(Πρέπει να είσαι ανώτερος από τις αντιξοότητες.)
Esos principios son superiores a las opiniones personales.
(Αυτές οι αρχές είναι ανώτερες από τις προσωπικές απόψεις.)
Η λέξη "superior" προέρχεται από το λατινικό "superior", που σημαίνει "υψηλότερος" ή "ανώτερος". Η ρίζα "sup-" σημαίνει "πάνω" ή "άνω" και σχετίζεται με την ιδέα της ανωτερότητας.
Συνώνυμα: - excelente - sobresaliente - superioridad
Αντώνυμα: - inferior - menor - bajo