Η λέξη "superioridad" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /su.pe.ɾjo.ɾiˈðað/
Η λέξη "superioridad" δηλώνει την κατάσταση ή την ποιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι ανώτερος από άλλους. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η κοινωνία, ο νόμος και ο στρατός για να περιγράψει την ανωτερότητα σε ικανότητες, εξουσία, ή κατάσταση.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά είτε στον προφορικό λόγο είτε σε γραπτό πλαίσιο, με καμία προτίμηση, αν και συναντάται κυρίως σε πιο επίσημες ή ακαδημαϊκές καταστάσεις.
Η ανωτερότητα του εκπαιδευτικού συστήματος αυτού του κράτους είναι αξιοσημείωτη.
Muchos argumentan que la superioridad moral no existe.
Η λέξη "superioridad" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιθαγενείς εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να βρει κανείς ότι συνδυάζεται με άλλες λέξεις για να εκφράσει ιδιότητες ή καταστάσεις.
Το να έχεις μια ηθική ανωτερότητα συνεπάγεται τη λήψη ηθικών αποφάσεων.
La superioridad competitiva de la empresa la llevó al éxito.
Η ανταγωνιστική ανωτερότητα της εταιρείας την οδήγησε στην επιτυχία.
A veces, la superioridad numérica no garantiza la victoria.
Η λέξη "superioridad" προέρχεται από το λατινικό "superioritas", το οποίο είναι παράγωγο του "superior" που σημαίνει "ανώτερος".
Συνώνυμα: - Antepone - Predominio - Preeminencia
Αντώνυμα: - Inferioridad (κατωτερότητα) - Subordinación (υποταγή)
Αυτή είναι μια περιεκτική ανάλυση της λέξης "superioridad" και των σχετικών στοιχείων που αφορούν τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά.