Ρήμα
/superpoˈneɾ/
Η λέξη "superponer" σημαίνει "να τοποθετήσεις κάτι πάνω σε κάτι άλλο", δηλαδή να δημιουργήσεις μια επικάλυψη. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς, όπως τα μαθηματικά, τη γεωμετρία, τον ψηφιακό σχεδιασμό και την ιατρική εικόνα. Η φράση είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην προφορική επικοινωνία, ανάλογα με το θέμα συζήτησης.
Είναι δυνατή η επικάλυψη εικόνων σε ένα λογισμικό σχεδιασμού.
Los médicos pueden superponer las radiografías para comparar.
Οι γιατροί μπορούν να επενδύσουν τις ακτινογραφίες για να συγκρίνουν.
Al superponer capas de pintura, se obtiene un efecto más profundo.
Η λέξη "superponer" χρησιμοποιείται ελάχιστα σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να παραχθούν τρόποι που σχετίζονται με την έννοιά της:
Να επενδύσω τις επιθυμίες μου στην πραγματικότητα.
Es fácil superponer problemas cuando no sabemos cómo resolverlos.
Είναι εύκολο να επενδύσεις προβλήματα όταν δεν ξέρουμε πώς να τα λύσουμε.
No debemos superponer el trabajo a la salud.
Η λέξη "superponer" προέρχεται από το λατινικό "superponere", το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα "super-" (πάνω) και το "ponere" (τοποθετώ).
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια εκτενή κατανόηση της λέξης "superponer" στο ισπανικά και τη χρήση της σε διάφορους τομείς.