Το "supervisar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /supɛrviˈsaɾ/
Η λέξη "supervisar" αναφέρεται στη διαδικασία παρακολούθησης ή ελέγχου μιας διαδικασίας, δραστηριότητας ή ανθρώπων με στόχο τη διασφάλιση της σωστής εκτέλεσής τους. Είναι συχνά χρήσιμη σε επαγγελματικό πλαίσιο, όπως στη διοίκηση ομάδων ή στη διαχείριση έργων. Χρησιμοποιείται και στους δύο λόγους, προφορικό και γραπτό, αλλά μπορεί να υποδεικνύει μια πιο επίσημη χρήση στον γραπτό λόγο.
Η λέξη "supervisar" είναι συχνή και χρησιμοποιείται ευρέως στη διοίκηση και τη διαχείριση.
El gerente debe supervisar el trabajo de su equipo.
(Ο διευθυντής πρέπει να εποπτεύει τη δουλειά της ομάδας του.)
Es importante supervisar los proyectos para cumplir los plazos.
(Είναι σημαντικό να παρακολουθούμε τα έργα για να τηρούμε τις προθεσμίες.)
La profesora tiene que supervisar a los estudiantes durante el examen.
(Η δασκάλα πρέπει να επιβλέπει τους μαθητές κατά τη διάρκεια της εξέτασης.)
Η λέξη "supervisar" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις.
Supervisar de cerca
(Εποπτεύω από κοντά)
Ejemplo: El proyecto necesita que alguien lo supervise de cerca.
(Το έργο χρειάζεται κάποιον να το επιβλέπει από κοντά.)
Supervisar el progreso
(Εποπτεύω την πρόοδο)
Ejemplo: Es crucial supervisar el progreso del plan de acción.
(Είναι κρίσιμο να παρακολουθούμε την πρόοδο του σχεδίου δράσης.)
Supervisar el rendimiento
(Εποπτεύω την απόδοση)
Ejemplo: El jefe se encarga de supervisar el rendimiento de todos los empleados.
(Ο προϊστάμενος είναι υπεύθυνος για την εποπτεία της απόδοσης όλων των υπαλλήλων.)
Η λέξη "supervisar" προέρχεται από τη λατινική ρίζα "supervisare", που σημαίνει «γνωρίζω από πάνω» ή «παρακολουθώ».
Συνώνυμα: - vigilar - controlar - monitorear
Αντώνυμα: - descuidar - ignorar - desatender