Η λέξη "supervivencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/supeɾbiˈβenθja/
Η λέξη "supervivencia" αναφέρεται στην κατάσταση ή τη διαδικασία της επιβίωσης, δηλαδή στην ικανότητα ενός ατόμου, οργανισμού ή ομάδας να συνεχίζουν να ζουν σε συνθήκες που είναι ενδεχομένως επιβλαβείς ή δύσκολες. Χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των τομέων όπως η ιατρική (για αναφορές σε βασικές συνθήκες επιβίωσης) και την οικολογία (συνθήκες επιβίωσης ειδών). Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να απαντάται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Η επιβίωση στη φύση απαιτεί ειδικές ικανότητες.
La supervivencia de la especie está en peligro debido a la caza ilegal.
Η επιβίωση του είδους είναι σε κίνδυνο λόγω της παράνομης κυνηγεσίας.
En situaciones extremas, la supervivencia puede depender de recursos limitados.
Η λέξη "supervivencia" έχει μηχανισμούς που τη συνδέουν με διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Να παλέψεις για την επιβίωση.
Instintos de supervivencia.
Ενστικτώδεις μηχανισμοί επιβίωσης.
La supervivencia del más apto.
Η επιβίωση του καταλληλότερου.
Supervivencia en un entorno hostil.
Επιβίωση σε ένα εχθρικό περιβάλλον.
Buscar la supervivencia a toda costa.
Να αναζητήσεις την επιβίωση με κάθε κόστος.
La lucha por la supervivencia.
Ο αγώνας για την επιβίωση.
La supervivencia no es solo un instinto, es una necesidad.
Η λέξη "supervivencia" προέρχεται από τα λατινικά "supervivere", το οποίο σημαίνει "να ζεις πέρα από" ή "να ζεις μετά" και περιλαμβάνει το πρόθεμα "super-" που σημαίνει "πάνω" και το "vivere" που σημαίνει "να ζεις".
Συνώνυμα: - subsistencia (υποστήριξη) - vida (ζωή) - resistencia (αντίσταση)
Αντώνυμα: - muerte (θάνατος) - extinción (εξαφάνιση) - sucumbir (παραδίδομαι)