Η λέξη "superviviente" είναι ουσιαστικό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /super.biˈβjen.te/
Η "superviviente" σημαίνει εκείνον ή εκείνη που επιβιώνει σε δύσκολες συνθήκες. Χρησιμοποιείται σε πολλούς τομείς, όπως η βιολογία (οργανισμός που επιβιώνει υπό ακραίες συνθήκες) και ο νόμος (άτομο που επιβιώνει μιας καταστροφής ή σοβαρού περιστατικού).
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "superviviente" είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε γραπτό πλαίσιο, καθώς απαντά σε νομικά ή ιατρικά κείμενα καθώς και σε αφηγήσεις.
Αυτός είναι ο μόνος επιζών της καταστροφής.
Los supervivientes de la tormenta fueron rescatados.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "superviviente" χρησιμοποιείται συχνά και σε ιδιωματικές εκφράσεις, συμπεριλαμβανομένων:
Después de tantas dificultades, realmente es un superviviente.
El espíritu de superviviente.
Su actitud positiva muestra el espíritu de superviviente.
Supervivientes de una guerra.
Η λέξη "superviviente" προέρχεται από το λατινικό "supervivens", το οποίο προέρχεται από τα "super" (πάνω, πέρα από) και "vivere" (να ζεις). Μαζί δηλώνουν τη δυνατότητα επιβίωσης πέρα από τις κανονικές συνθήκες.
Συνώνυμα: - sobreviviente - viviente
Αντώνυμα: - fallecido (θανόν) - muerto (νεκρός)