Το "suplantar" είναι ρήμα.
/suplanˈtaɾ/
Το "suplantar" σημαίνει να αντικαταστήσεις ή να υποκαταστήσεις κάτι ή κάποιον. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και κοινωνικά πλαίσια, όπως στην περίπτωση κλοπής ταυτότητας ή στην προσπάθεια κάποιου να δύναται να δώσει την ψευδή εντύπωση ότι είναι κάποιος άλλος. Η χρήση του είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά κείμενα ή άρθρα.
El ladrón intentó suplantar la identidad de la víctima.
(Ο κλέφτης επιχείρησε να υποκλέψει την ταυτότητα του θύματος.)
No se debe suplantar la firma de otra persona en documentos legales.
(Δεν πρέπει να υποκαθιστάς την υπογραφή άλλου προσώπου σε νομικά έγγραφα.)
La empresa fue demandada por suplantar productos de la competencia.
(Η εταιρεία μήνυσε για την υποκατάσταση προϊόντων του ανταγωνισμού.)
Η λέξη "suplantar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που υπογραμμίζουν την έννοια της αντικατάστασης ή των παραπλανητικών ενεργειών:
Suplantar el rol de alguien.
(Να υποκαταστήσεις τον ρόλο κάποιου.)
Suplantar un documento oficial es un delito grave.
(Η υποκατάσταση επίσημου εγγράφου είναι σοβαρό έγκλημα.)
Siempre tratan de suplantar a los mejores en el trabajo.
(Πάντα προσπαθούν να αντικαταστήσουν τους καλύτερους στη δουλειά.)
En tiempos de crisis, algunos intentan suplantar la realidad con ilusiones.
(Σε περιόδους κρίσης, ορισμένοι προσπαθούν να υποκαταστήσουν την πραγματικότητα με αυταπάτες.)
Es fácil suplantar la confianza de las personas.
(Είναι εύκολο να υποκαταστήσεις την εμπιστοσύνη των ανθρώπων.)
Η λέξη "suplantar" προέρχεται από το Λατινικό "supplantare", που σημαίνει "να υποκαταστήσει" ή "να νικήσει".
Συνώνυμα: - reemplazar - sustituir - usurpar
Αντώνυμα: - mantener - conservar - preservar
Αυτή η ανάλυση καλύπτει όλες τις πτυχές της λέξης "suplantar", αναλύοντας τη χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά και παρέχοντας παραδείγματα και σχετικές πληροφορίες.