Η λέξη "suplementario" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "suplementario" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: [sup.le.menˈta.ɾio]
Η λέξη "suplementario" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που προστίθεται συμπληρωματικά ή ως πρόσθεση σε κάτι άλλο. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στην εκπαίδευση, την ιατρική, τον νόμο και τις γενικές συζητήσεις. Η συχνότητά της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο αλλά και στον προφορικό λόγο.
El informe necesita un análisis suplementario para ser completo.
(Η αναφορά χρειάζεται μια συμπληρωματική ανάλυση για να είναι πλήρης.)
Los estudiantes recibirán materiales suplementarios para estudiar mejor.
(Οι μαθητές θα λάβουν συμπληρωματικά υλικά για να μελετήσουν καλύτερα.)
Η λέξη "suplementario" δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συναντηθεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Los ingresos suplementarios son importantes para la economía familiar.
(Τα συμπληρωματικά εισοδήματα είναι σημαντικά για την οικογενειακή οικονομία.)
Es necesario contar con información suplementaria antes de tomar decisiones.
(Είναι απαραίτητο να έχουμε συμπληρωματικές πληροφορίες πριν πάρουμε αποφάσεις.)
La investigación requiere evidencia suplementaria para validar los resultados.
(Η έρευνα απαιτεί συμπληρωματικά στοιχεία για να επικυρωθούν τα αποτελέσματα.)
Η λέξη "suplementario" προέρχεται από το λατινικό "supplementarius", που σημαίνει "αυξάνω" ή "προσθέτω".
Συνώνυμα: - adicional - extra
Αντώνυμα: - principal - fundamental