supletorio είναι επίθετο.
[su.pleˈto.ɾjo]
Η λέξη supletorio χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που χρησιμεύει ως αναπλήρωση ή συμπλήρωμα. Στον νομικό τομέα, αναφέρεται σε νόμους ή διατάξεις που εφαρμόζονται συμπληρωματικά, όταν δεν υπάρχει συγκεκριμένος νόμος που να ρυθμίζει μια συγκεκριμένη περίπτωση.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά υψηλή σε νομικά κείμενα και έγγραφα, ενώ χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
El artículo supletorio se aplica cuando no existe una norma específica.
Το συμπληρωματικό άρθρο εφαρμόζεται όταν δεν υπάρχει συγκεκριμένος κανόνας.
Las leyes supletorias son importantes para garantizar la justicia.
Οι συμπληρωματικοί νόμοι είναι σημαντικοί για την διασφάλιση της δικαιοσύνης.
En caso de dudas, se puede recurrir a lo dispuesto en el artículo supletorio.
Σε περίπτωση αμφιβολιών, μπορεί κανείς να ανατρέξει σε όσα ορίζει το συμπληρωματικό άρθρο.
Η λέξη supletorio χρησιμοποιείται επίσης σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και οι εκφράσεις είναι περιορισμένες. Ακολουθούν μερικές χρήσιμες προτάσεις:
El derecho supletorio es vital en la resolución de conflictos legales.
Το αναπληρωματικό δίκαιο είναι ζωτικής σημασίας στην επίλυση νομικών διαφορών.
Puede ser considerado un supletorio en la legislación vigente.
Μπορεί να θεωρηθεί αναπληρωματικός στην ισχύουσα νομοθεσία.
La regulación supletorio ayuda a llenar vacíos legales.
Η αναπληρωματική ρύθμιση βοηθά να καλυφθούν νομικά κενά.
El contrato supletorio establece las condiciones para la ejecución del acuerdo.
Η αναπληρωματική σύμβαση καθορίζει τους όρους για την εκτέλεση της συμφωνίας.
En situaciones de emergencia, se activan normas supletorias.
Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ενεργοποιούνται οι αναπληρωματικοί κανόνες.
Η λέξη supletorio προέρχεται από το λατινικό "supplementarius", το οποίο σημαίνει "συμπληρωματικός".
Συνώνυμα: - Complementario (συμπληρωματικός) - Sustitutivo (υποκατάστατος)
Αντώνυμα: - Principal (κύριος) - Fundamental (βασικός)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη supletorio με μια εύρυθμη και κατανοητή δομή.