Το "suplicar" είναι ρήμα.
/supliˈkaɾ/
Η λέξη "suplicar" σημαίνει να παρακαλέσεις ή να ικετεύσεις κάποιον να κάνει κάτι. Το ρήμα αυτό χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνά συναντώμενο στον γραπτό λόγο, καθώς έχει και επίσημο τόνο. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, και σπάνια χρησιμοποιείται στην καθημερινή συνομιλία σε σχέση με πιο απλές εκφράσεις της παρακάλυψης.
Yo le supliqué que no se fuera.
(Τον παρακάλεσα να μην φύγει.)
Ella suplicó ayuda para su familia.
(Η ίδια ικέτευσε βοήθεια για την οικογένειά της.)
Es importante suplicar en momentos de crisis.
(Είναι σημαντικό να παρακαλείς σε στιγμές κρίσης.)
Suplicar por un milagro.
(Ικετεύω για ένα θαύμα.)
Suplicar clemencia.
(Παρακαλώ για συγχώρεση.)
Suplicar la paz.
(Ικετεύω για την ειρήνη.)
Suplicar ayuda a los amigos.
(Παρακαλώ βοήθεια από τους φίλους.)
Suplicar entendimiento.
(Ικετεύω για κατανόηση.)
Suplicar por una segunda oportunidad.
(Ικετεύω για μια δεύτερη ευκαιρία.)
Η λέξη "suplicar" προέρχεται από το λατινικό "supplicare," το οποίο συχνά χρησιμοποιείτο για να δηλώσει την πράξη της ικεσίας ή της παρακάλιας.
Συνώνυμα: - Rogar - Pedir - Implorar
Αντώνυμα: - Negar - Rechazar - Descartar
Η λέξη "suplicar" χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημες περιστάσεις ή όταν εκφράζουμε έντονη ανάγκη ή ανάγκη βοήθειας.