suplicar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

suplicar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "suplicar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/supliˈkaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "suplicar" σημαίνει να παρακαλέσεις ή να ικετεύσεις κάποιον να κάνει κάτι. Το ρήμα αυτό χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνά συναντώμενο στον γραπτό λόγο, καθώς έχει και επίσημο τόνο. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, και σπάνια χρησιμοποιείται στην καθημερινή συνομιλία σε σχέση με πιο απλές εκφράσεις της παρακάλυψης.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Yo le supliqué que no se fuera.
    (Τον παρακάλεσα να μην φύγει.)

  2. Ella suplicó ayuda para su familia.
    (Η ίδια ικέτευσε βοήθεια για την οικογένειά της.)

  3. Es importante suplicar en momentos de crisis.
    (Είναι σημαντικό να παρακαλείς σε στιγμές κρίσης.)

Ιδιωματικές εκφράσεις με τη λέξη "suplicar"

  1. Suplicar por un milagro.
    (Ικετεύω για ένα θαύμα.)

  2. Suplicar clemencia.
    (Παρακαλώ για συγχώρεση.)

  3. Suplicar la paz.
    (Ικετεύω για την ειρήνη.)

  4. Suplicar ayuda a los amigos.
    (Παρακαλώ βοήθεια από τους φίλους.)

  5. Suplicar entendimiento.
    (Ικετεύω για κατανόηση.)

  6. Suplicar por una segunda oportunidad.
    (Ικετεύω για μια δεύτερη ευκαιρία.)

Ετυμολογία

Η λέξη "suplicar" προέρχεται από το λατινικό "supplicare," το οποίο συχνά χρησιμοποιείτο για να δηλώσει την πράξη της ικεσίας ή της παρακάλιας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Rogar - Pedir - Implorar

Αντώνυμα: - Negar - Rechazar - Descartar

Η λέξη "suplicar" χρησιμοποιείται συχνά σε επίσημες περιστάσεις ή όταν εκφράζουμε έντονη ανάγκη ή ανάγκη βοήθειας.



22-07-2024