"Suplido" είναι ένα ουσιαστικό που προέρχεται από το ρήμα "suplir".
/suˈplido/
Η λέξη "suplido" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να αναφερθεί στην "παροχή" ή "προμήθεια" ενός αγαθού ή υπηρεσίας. Συνήθως χρησιμοποιείται σε επιχειρηματικά και νομικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί εξίσου τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η εταιρεία πραγματοποιησε μια προμήθεια υλικών στο έργο.
El suprido de alimentos llegó a tiempo para la comunidad.
Η λέξη "suplido" μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι τόσο συνηθισμένη. Εδώ είναι μερικές παραδειγματικές προτάσεις:
"Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, υπάρχει διαθέσιμη μια εναλλακτική προμήθεια."
"El suprido de recursos es crucial para el éxito del proyecto."
"Η προμήθεια πόρων είναι κρίσιμη για την επιτυχία του έργου."
"Asegúrate de que el suprido sea constante para evitar retrasos."
Η λέξη "suplido" προέρχεται από το ρήμα "suplir", που σημαίνει "να προμηθεύσει" ή "να παρέχει". Η ρίζα του ρήματος μπορεί να παρακολουθηθεί σε λατινικές ρίζες που αναφέρονται σε συμπλήρωση ή παροχή.
Συνώνυμα - provisión - suministro
Αντώνυμα - escasez (σπανιότητα) - falta (έλλειψη)