Το "suplir" είναι ρήμα.
/suˈplir/
Η λέξη "suplir" σημαίνει να παρέχει κάποιος κάτι που λείπει ή να καλύψει μια ανάγκη. Χρησιμοποιείται συχνά στις καθημερινές συνομιλίες και σε επαγγελματικά περιβάλλοντα, αντικατοπτρίζοντας την πράξη που αφορά την προσφορά ή την αναπλήρωση. Η χρήση της είναι συνηθισμένη και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο, αν και συναντήθηκε λίγο πιο συχνά σε γραπτά κείμενα σχετικά με προμηθευτές ή υπηρεσίες.
Ο προμηθευτής πρέπει να προμηθεύσει τα προϊόντα πριν από την προθεσμία.
Es importante suplir las necesidades básicas de las personas.
Είναι σημαντικό να καλύπτονται οι βασικές ανάγκες των ανθρώπων.
La empresa decidió suplir la falta de personal con nuevos empleados.
Η λέξη "suplir" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα που σχετίζονται με την κάλυψη αναγκών ή ελλείψεων.
Η κάλυψη της έλλειψης κάποιου πράγματος είναι θεμελιώδης για τη διατήρηση της καλής λειτουργίας.
No puedes suplir la falta de cariño con cosas materiales.
Δεν μπορείς να καλύψεις την έλλειψη αγάπης με υλικά πράγματα.
A veces se necesita suplir la falta de conocimiento con experiencia práctica.
Μερικές φορές πρέπει να καλυφθεί η έλλειψη γνώσης με πρακτική εμπειρία.
El equipo intentó suplir su debilidad defensiva con estrategias ofensivas.
Η ομάδα προσπάθησε να αναπληρώσει την αμυντική της αδυναμία με επιθετικές στρατηγικές.
Suplir el vacío emocional puede ser un desafío para muchas personas.
Η κάλυψη του συναισθηματικού κενού μπορεί να είναι μια πρόκληση για πολλούς ανθρώπους.
Es difícil suplir la ausencia de un ser querido.
Η λέξη "suplir" προέρχεται από το λατινικό "supplere," το οποίο σημαίνει "να καλύψω" ή "να προμηθεύω".
Συνώνυμα: - Proveer (παρέχω) - Abastecer (προμηθεύω) - Compensar (ανταγωνίζω)
Αντώνυμα: - Escasear (λείπει) - Privar (στερώ) - Reducir (μειώνω)