Το "suponer" είναι ρήμα.
/su poˈneɾ/
Η λέξη "suponer" σημαίνει "να υποθέσεις" ή "να θεωρήσεις κάτι". Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις όπου κάποιος προχωρά σε μια υπόθεση ή εικασία σχετικά με μια κατάσταση, γεγονός ή γεγονός χωρίς να έχει αποδείξεις. Είναι σχετικά κοινή στη χρήση τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συμβαδίζει περισσότερο με τον γραπτό λόγω της φύσης των εννοιών που ενσωματώνει.
Suponer que vas a ganar la lotería es un error.
(Να υποθέσεις ότι θα κερδίσεις το λαχείο είναι λάθος.)
Me gustaría suponer que todos comprenden las reglas del juego.
(Θα ήθελα να θεωρήσω ότι όλοι καταλαβαίνουν τους κανόνες του παιχνιδιού.)
Η λέξη "suponer" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Ejemplo: No puedes suponer algo a ciegas sin investigar.
(Δεν μπορείς να υποθέσεις κάτι χωρίς έρευνα.)
No supongas lo peor
(Μην υποθέσεις το χειρότερο.)
Ejemplo: Antes de actuar, no supongas lo peor de la situación.
(Πριν δράσεις, μην υποθέσεις το χειρότερο της κατάστασης.)
Suponer que
(Να υποθέτεις ότι.)
Ejemplo: Supongo que vendrás a la fiesta esta noche.
(Υποθέτω ότι θα έρθεις στο πάρτι απόψε.)
Suponer responsabilidades
(Να αναλαμβάνεις ευθύνες.)
Η λέξη "suponer" προέρχεται από το λατινικό "supponere", που αποτελείται από το "sub-" (κάτω από) και "ponere" (θέτω). Σημαίνει "να θέτεις κάτι κάτω από κάτι άλλο", που έφτασε στην τρέχουσα σημασία της υποθέσεως ή εκτίμησης.