Η λέξη "suprarrenal" είναι επίθετο.
/su.pɾa.renˈnal/
Η λέξη "suprarrenal" αναφέρεται στα επινεφρίδια, τους αδένες που βρίσκονται πάνω από τους νεφρούς. Αυτοί οι αδένες είναι υπεύθυνοι για την παραγωγή ορμονών όπως η αδρεναλίνη και η κορτιζόλη. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στο ιατρικό και ανατομικό πλαίσιο. Η χρήση της είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.
Las glándulas suprarrenales producen hormonas importantes.
(Οι επινεφρίδιοι αδένες παράγουν σημαντικές ορμόνες.)
La insuficiencia suprarrenal puede causar síntomas graves.
(Η επινεφριδική ανεπάρκεια μπορεί να προκαλέσει σοβαρά συμπτώματα.)
Η λέξη "suprarrenal" δεν έχει αρκετά κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε πολλές ιατρικές περιγραφές και όρους. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
La respuesta suprarrenal al estrés es vital para la supervivencia.
(Η επινεφριδική απόκριση στο στρες είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση.)
Un tumor suprarrenal puede afectar la producción hormonal.
(Ένας επινεφριδικός όγκος μπορεί να επηρεάσει την παραγωγή ορμονών.)
Los médicos deben evaluar la función suprarrenal en casos de fatiga crónica.
(Οι γιατροί πρέπει να αξιολογήσουν τη λειτουργία των επινεφριδίων σε περιπτώσεις χρόνιας κόπωσης.)
Η λέξη "suprarrenal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "supra" που σημαίνει "πάνω" και "renes" που σημαίνει "νεφροί".
Συνώνυμα: - adrenal (αδρεναλικός)
Αντώνυμα: - προρρενογενετικός (όρος που δεν έχει άμεση συσχέτιση αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένες ιατρικές περιπτώσεις)