Η λέξη "supremo" είναι επίθετο.
/suˈpɾemo/
Η λέξη "supremo" χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που είναι το ανώτατο ή το καλύτερο στην κατηγορία του. Στον νομικό τομέα μπορεί να αναφέρεται σε ένα ανώτατο δικαστήριο ή αρχή. Χρησιμοποιείται συχνά και σε γραπτό και σε προφορικό λόγο.
El tribunal supremo decidió el caso.
Το ανώτατο δικαστήριο αποφάσισε την υπόθεση.
El liderazgo supremo es necesario en tiempos de crisis.
Η ανώτατη ηγεσία είναι απαραίτητη σε περιόδους κρίσης.
Su actuación fue considerada como suprema.
Η εκτέλεσή του θεωρήθηκε ως υπέρτατη.
Η λέξη "supremo" μπορεί να βρει εφαρμογή σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Poder supremo
Ανώτατη εξουσία
(Η κυβέρνηση διατηρεί την ανώτατη εξουσία στην περιοχή.)
Consejo supremo
Ανώτατο συμβούλιο
(Το ανώτατο συμβούλιο συνεδρίασε χτες.)
Juez supremo
Ανώτατος δικαστής
(Ο ανώτατος δικαστής ανακοίνωσε την απόφαση.)
Decisión suprema
Υπέρτατη απόφαση
(Η υπέρτατη απόφαση ανακοινώθηκε στην ετήσια συνέλευση.)
Autoridad suprema
Ανώτατη αρχή
(Η ανώτατη αρχή ήρθε σε συμφωνία.)
Η λέξη "supremo" προέρχεται από τα λατινικά "supremus," που σημαίνει "ανώτατος."
principal
Αντώνυμα: