Το "suprimir" είναι ρήμα.
/suˈpɾi.miɾ/
Η λέξη "suprimir" σημαίνει να καταργήσεις, να διαγράψεις ή να εξαλείψεις κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα πλαίσια, όπως η νομική, η τεχνική και η γενική γλώσσα. Η λέξη είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτά κείμενα, αλλά και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επίσημα ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να καταργήσει τον νόμο που ρύθμιζε τη χρήση κινητών τηλεφώνων στα σχολεία.
Es necesario suprimir los errores en el informe antes de enviarlo.
Είναι απαραίτητο να διαγράψεις τα λάθη στην αναφορά πριν την στείλεις.
La empresa optó por suprimir algunos puestos de trabajo debido a la crisis económica.
Η λέξη "suprimir" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές φράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που υποδηλώνουν την έννοια της εξάλειψης ή κατάργησης. Εδώ είναι μερικές χρήσιμες προτάσεις:
Η κατάργηση του ανταγωνισμού είναι μια ριψοκίνδυνη στρατηγική.
Es mejor suprimir los problemas pequeños antes que se conviertan en grandes.
Είναι καλύτερο να εξαλείφουμε τα μικρά προβλήματα πριν γίνουν μεγάλα.
Al suprimir comentarios negativos, la comunicación se vuelve más efectiva.
Καταργώντας τα αρνητικά σχόλια, η επικοινωνία γίνεται πιο αποτελεσματική.
No se puede suprimir la libertad de expresión.
Η λέξη "suprimir" προέρχεται από το λατινικό "suppressus", που σημαίνει "πιέζω κάτω", που αποτελεί τον παθητικό τύπο του ρήματος "suppressere".
Συνώνυμα: - eliminar (εξαλείφω) - anular (αναιρώ) - cancelar (ακυρώνω)
Αντώνυμα: - añadir (προσθέτω) - mantener (διατηρώ) - conservar (διαφυλάσσω)