Η λέξη "supuesto" είναι ουσιαστικό και επίθετο στην Ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "supuesto" είναι /suˈpwesto/ σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "supuesto" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάτι που θεωρείται ότι είναι αλήθεια ή που υποτίθεται ότι είναι σωστό χωρίς να έχει αποδειχθεί. Χρησιμοποιείται τόσο στη νομική γλώσσα (για υποθέσεις ή παραδοχές) όσο και γενικότερα.
Στη γλώσσα των Ισπανών, η λέξη "supuesto" χρησιμοποιείται πολύ συχνά, κυρίως σε γραπτό κείμενο αλλά και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε αναφορές σε υποθέσεις, θεωρίες ή παραδοχές.
Este hecho es un supuesto que debemos considerar.
(Αυτό το γεγονός είναι μια υπόθεση που πρέπει να εξετάσουμε.)
En el juicio, se presentó un supuesto de error.
(Στη δίκη, παρουσιάστηκε μια υπόθεση λάθους.)
Η λέξη "supuesto" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Bajo supuesto de que todos estén de acuerdo, procederemos con el plan.
(Με την προϋπόθεση ότι όλοι συμφωνούν, θα προχωρήσουμε με το σχέδιο.)
Suponer algo como supuesto.
(Να υποθέσουμε κάτι ως υπόθεση.)
Suponer algo como supuesto no es lo mismo que tener pruebas.
(Το να υποθέσουμε κάτι ως υπόθεση δεν είναι το ίδιο με το να έχουμε αποδείξεις.)
En supuesto caso de...
(Σε περίπτωση...)
En supuesto caso de emergencia, sigan las instrucciones proporcionadas.
(Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ακολουθήστε τις παρεχόμενες οδηγίες.)
Del supuesto que...
(Από την υπόθεση ότι...)
Del supuesto que las pruebas son válidas, el acusado será declarado no culpable.
(Από την υπόθεση ότι οι αποδείξεις είναι έγκυρες, ο κατηγορούμενος θα κηρυχθεί αθώος.)
En un supuesto ideal...
(Σε μια ιδανική υπόθεση...)
En un supuesto ideal, todos tendríamos acceso a la educación.
(Σε μια ιδανική υπόθεση, όλοι θα είχαμε πρόσβαση στην εκπαίδευση.)
A supuesto de que...
(Με προϋπόθεση ότι...)
Η λέξη "supuesto" προέρχεται από το ρήμα "suponer", που σημαίνει "να υποθέτω", με την προσθήκη της κατάληξης "-to", η οποία δημιουργεί μια έννοια υπόθεσης ή παραδοχής.
Suposición (παραδοχή)
Αντώνυμα: