Ρήμα
/surˈkaɾ/
Το «surcar» αναφέρεται στη διαδικασία δημιουργίας αυλακών ή οδηγιών στην επιφάνεια ενός αγρού ή εδάφους, συνήθως με σκοπό τη γεωργία ή τη φύτευση. Χρησιμοποιείται κυρίως στο γεωργικό πλαίσιο όταν αναφέρεται στην προετοιμασία του εδάφους. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, ειδικά σε άρθρα και περιγραφές που σχετίζονται με τη γεωργία, ενώ η χρήση της στον προφορικό λόγο είναι λιγότερο συχνή και πιο ειδική.
Οι αγρότες χρειάζονται να αυλακώσουν τη γη πριν τη σπορά.
Es importante surcar correctamente para un buen crecimiento de las plantas.
Αν και η λέξη «surcar» δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με τη γεωργία ή την επιτυχία.
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την εξερεύνηση ή την αναζήτηση νέων ευκαιριών.
Surcar los mares de la vida
Η λέξη «surcar» προέρχεται από το λατινικό ρήμα «surcare», που σημαίνει «χαράσσω» ή «δημιουργώ αυλάκωση».
ara (αρότρηση)
Αντώνυμα:
Μπορείτε να δείτε ότι το «surcar» έχει μια εξειδικευμένη χρήση στον τομέα της γεωργίας και είναι σημαντικό για να κατανοηθεί η διαδικασία προετοιμασίας της γης.