Η λέξη "surco" είναι ουσιαστικό.
/ˈsur.ko/
Η λέξη "surco" αναφέρεται συνήθως σε μια γραμμή ή αυλάκι που έχει δημιουργηθεί σε μια επιφάνεια, όπως το έδαφος, και χρησιμοποιείται συχνά σε γεωργικές, ιατρικές και νομικές εφαρμογές. Στον γεωργικό τομέα, οι "surcos" είναι τα αυλάκια που γίνονται στα χωράφια για τη φύτευση ή το πότισμα των φυτών. Στη νομική, μπορεί να αναφέρεται σε "surcos" που αποτυπώνουν γραμμές κατάθεσης σε έγγραφα. Η λέξη χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Los agricultores crearon surcos para plantar las semillas.
(Οι αγρότες δημιούργησαν αυλάκια για να φυτέψουν τους σπόρους.)
Este surco en el papel indica una firma válida.
(Αυτό το αυλάκι στο χαρτί υποδεικνύει μια έγκυρη υπογραφή.)
Η λέξη "surco" δεν έχει πολλές καθορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με την καλλιέργεια και τον προγραμματισμό.
Hacer surcos en la tierra es esencial para una buena cosecha. (Η δημιουργία αυλακιών στο έδαφος είναι απαραίτητη για μια καλή σοδειά.)
Seguir el surco indicado facilita la siembra. (Η ακολουθία του καθορισμένου αυλακιού διευκολύνει τη σπορά.)
Con paciencia, cada surco puede llevar a un gran resultado. (Με υπομονή, κάθε αυλάκι μπορεί να οδηγήσει σε ένα μεγάλο αποτέλεσμα.)
Al igual que el surco de un camino, nuestras decisiones marcan el rumbo de la vida. (Όπως το αυλάκι ενός δρόμου, οι αποφάσεις μας καθορίζουν την πορεία της ζωής.)
Η λέξη "surco" προέρχεται από το λατινικό "sulcus", που σημαίνει "αυλάκι" ή "γραμμή".
Συνώνυμα: - canal - hendidura - ranura
Αντώνυμα: - liso (level) - plano (flat)