surgimiento: ουσιαστικό
Φωνητική μεταγραφή: /suɾ.xiˈmien.to/
Η λέξη surgimiento αναφέρεται στην πράξη της εμφάνισης, αυτή δηλώνει την αρχή ή την αναδυόμενη κατάσταση ενός γεγονότος, ενός φαινομένου ή μίας οντότητας. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά, κοινωνικά και πολιτικά κείμενα και παρουσιάζει μεγαλύτερη συχνότητα στα γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Η εμφάνιση νέων τεχνολογιών έχει αλλάξει τον τρόπο που επικοινωνούμε.
El surgimiento de movimientos sociales es un reflejo de la necesidad de cambio.
Η λέξη surgimiento δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να συμπληρώσει φράσεις που αναφέρονται σε κινητοποιήσεις ή νέες καταστάσεις. Ακολουθούν παραδείγματα:
Η εμφάνιση της πολιτισμικής ταυτότητας είναι απαραίτητη για τη διατήρηση των παραδόσεών μας.
El surgimiento de líderes comunitarios ha fortalecido la cohesión social.
Η εμφάνιση κοινοτικών ηγετών έχει ενδυναμώσει τη κοινωνική συνοχή.
El surgimiento de problemas ambientales requiere una respuesta urgente.
Η λέξη surgimiento προέρχεται από το ρήμα surgir, το οποίο σημαίνει "να ανακύπτει, να προέρχεται", και καταλήγει σε -imiento, που είναι μια προσφυγή για την παραγωγή ουσιαστικών που δηλώνουν διαδικασία ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - aparición - emergente - nacer
Αντώνυμα: - desaparición - extinción - cese