Η λέξη "surtido" είναι ουσιαστικό και επίθετο.
/ suɾˈtiðo /
Η λέξη "surtido" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια ποικιλία αγαθών ή προϊόντων που παρέχονται μαζί. Είναι σύνηθες να χρησιμοποιείται σε οικονομικά και εμπορικά συμφραζόμενα, για να περιγράψει τη διάθεση διαφορετικών επιλογών στους καταναλωτές.
Η ποικιλία φρούτων στην αγορά είναι εντυπωσιακή.
Necesitamos un surtido de productos para atraer más clientes.
Η λέξη "surtido" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις σχετικές με την ποικιλία και τη διαφοροποίηση.
Να έχεις μια ποικιλία επιλογών.
Ofrecer un surtido atractivo.
Να προσφέρεις μια ελκυστική ποικιλία.
Contar con un surtido variado.
Να διαθέτεις μια ποικιλία.
El surtido de dulces era considerable.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα "surtir", που σημαίνει "να προμηθεύω" ή "να παρέχω".
Αυτές οι πληροφορίες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε τη σημασία και τη χρήση της λέξης "surtido" στα Ισπανικά.