Surtidor είναι ουσιαστικό.
/suɾˈtiðoɾ/
Η λέξη surtidor χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια συσκευή ή εγκατάσταση που παρέχει, αντλεί ή διανέμει υγρά, συνήθως καύσιμα ή άλλα είδη. Χρησιμοποιείται ευρέως σε βενζινάδικα και άλλες εγκαταστάσεις όπου χρειάζεται η παροχή ενός υγρού.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με μικρότερη συχνότητα στο γραπτό. Είναι πιο κοινή σε τεχνικά ή εμπορικά συμφραζόμενα.
Ο παροχέας καυσίμου δεν λειτουργεί.
Necesitamos reemplazar el surtidor por uno nuevo.
Este lugar es un surtidor de sueños para los artistas.
Surtidor de ideas: Αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που παράγει πολλές ιδέες.
Su mente es un surtidor de ideas creativas.
Surtidor de energía: Κάτι ή κάποιος που παρέχει ενέργεια ή κίνητρο.
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα surtir, που σημαίνει "να παρέχει", "να προμηθεύει". Προσθήκη του απαρέμφατου -dor για να σχηματίσει ένα ουσιαστικό που δηλώνει την έννοια του παροχέα.
Συνώνυμα: - análisis (για τεχνικούς και επιστημονικούς λόγους) - dispensador
Αντώνυμα: - receptor (όταν αναφερόμαστε στον δέκτη του υγρού ή όσο αφορά την κατανάλωση).