surtidor - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά

surtidor (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Surtidor είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/suɾˈtiðoɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη surtidor χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια συσκευή ή εγκατάσταση που παρέχει, αντλεί ή διανέμει υγρά, συνήθως καύσιμα ή άλλα είδη. Χρησιμοποιείται ευρέως σε βενζινάδικα και άλλες εγκαταστάσεις όπου χρειάζεται η παροχή ενός υγρού.

Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με μικρότερη συχνότητα στο γραπτό. Είναι πιο κοινή σε τεχνικά ή εμπορικά συμφραζόμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Surtidor de sueños: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που παρέχει έμπνευση ή ευχάριστες εμπειρίες.
  2. Este lugar es un surtidor de sueños para los artistas.

    • Αυτός ο τόπος είναι ένας παροχέας ονείρων για τους καλλιτέχνες.
  3. Surtidor de ideas: Αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που παράγει πολλές ιδέες.

  4. Su mente es un surtidor de ideas creativas.

    • Το μυαλό του είναι ένας παροχέας δημιουργικών ιδεών.
  5. Surtidor de energía: Κάτι ή κάποιος που παρέχει ενέργεια ή κίνητρο.

  6. El ejercicio es un surtidor de energía para mí.
    • Η άσκηση είναι ένας παροχέας ενέργειας για εμένα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη προέρχεται από το ρήμα surtir, που σημαίνει "να παρέχει", "να προμηθεύει". Προσθήκη του απαρέμφατου -dor για να σχηματίσει ένα ουσιαστικό που δηλώνει την έννοια του παροχέα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - análisis (για τεχνικούς και επιστημονικούς λόγους) - dispensador

Αντώνυμα: - receptor (όταν αναφερόμαστε στον δέκτη του υγρού ή όσο αφορά την κατανάλωση).



22-07-2024