Ρήμα
/ suɾˈtiɾ /
Η λέξη "surtir" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει την πράξη του να προμηθεύεις ή να παρέχεις προϊόντα ή υπηρεσίες. Στη νομική γλώσσα, μπορεί να αναφέρεται στην εκπλήρωση υποχρεώσεων ή στην προμήθεια αγαθών ή υπηρεσιών σύμφωνα με μια σύμβαση. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο σε γραπτά κείμενα όσο και στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται συχνότερα σε επαγγελματικά ή εμπορικά συμφραζόμενα.
La empresa decidió surtir nuevos productos a sus tiendas.
(Η εταιρεία αποφάσισε να προμηθεύσει νέα προϊόντα στα καταστήματα της.)
Es importante surtir las necesidades del cliente a tiempo.
(Είναι σημαντικό να ανεφοδιάζουμε τις ανάγκες του πελάτη εγκαίρως.)
El contrato obligaba a surtir los materiales necesarios.
(Η σύμβαση υποχρέωνε να παρέχονται τα αναγκαία υλικά.)
Η λέξη "surtir" δεν έχει πολλά γνωστά ιδιωματικά εκφρασμένα ισπανικά, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορες φράσεις:
La nueva ley comenzará a surtir efecto el próximo mes.
(Ο νέος νόμος θα αρχίσει να έχει επίδραση τον επόμενο μήνα.)
Surtir a alguien de algo - να παρέχει σε κάποιον κάτι
La tienda surte a los restaurantes de comida fresca.
(Το κατάστημα προμηθεύει τα εστιατόρια με φρέσκα τρόφιμα.)
Surtir de recursos - να παρέχει πόρους
Η λέξη "surtir" προέρχεται από το λατινικό "surtire" που σημαίνει "να προμηθεύω" ή "να παρέχω". Συνδέεται με τη δράση του εφοδιασμού και της παροχής.
Συνώνυμα: - abastecer - proveer - suministrar
Αντώνυμα: - privar - desabastecer - quitar