Η λέξη "susceptibilidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: [susɛptibiˈlidað]
Η "susceptibilidad" αναφέρεται στην ικανότητα ενός ατόμου ή ενός οργανισμού να επηρεάζεται ή να υποφέρει από κάτι, όπως ασθένειες ή άλλες επιπτώσεις. Στη γλώσσα των ειδικών, χρησιμοποιείται κυρίως στους τομείς της ιατρικής και της ψυχολογίας για να περιγράψει την επιρρέπεια σε λοιμώξεις, αλλεργίες ή ψυχολογικές ανησυχίες. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται συνήθως στο γραπτό πλαίσιο, αν και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε επιστημονικές συζητήσεις.
Η ευαισθησία στις αλλεργίες αυξάνεται την άνοιξη.
Es importante conocer la susceptibilidad de los pacientes a ciertas medicaciones.
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την επιρρεπτικότητα των ασθενών σε ορισμένα φάρμακα.
La susceptibilidad a las infecciones puede variar según el sistema inmunológico.
Η "susceptibilidad" δεν έχει πολλούς καθορισμένους ιδιωματικούς τύπους, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένα συμφραζόμενα που αποτυπώνουν την ευαισθησία ή την επιρρεπτικότητα ανθρώπων ή καταστάσεων:
Η ευαισθησία του στην κριτική τον καθιστά πιο ευάλωτο συναισθηματικά.
La susceptibilidad al estrés puede afectar la salud mental.
Η επιρρεπτικότητα στο άγχος μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία.
Reconocer la susceptibilidad de los niños a la manipulación es crucial.
Η λέξη "susceptibilidad" προέρχεται από τη λατινική λέξη "susceptibilitas", η οποία είναι παράγωγο του "susceptibilis", που σημαίνει "κάτι που μπορεί να γίνει αποδεκτό ή να υποστεί".
Συνώνυμα: - Sensibilidad (ευαισθησία) - Vulnerabilidad (ευαλωτότητα)
Αντώνυμα: - Insensibilidad (αναισθησία) - Resistencia (αντοχή)