susceptibilidad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

susceptibilidad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "susceptibilidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Διεθνές φωνητικό αλφάβητο: [susɛptibiˈlidað]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η "susceptibilidad" αναφέρεται στην ικανότητα ενός ατόμου ή ενός οργανισμού να επηρεάζεται ή να υποφέρει από κάτι, όπως ασθένειες ή άλλες επιπτώσεις. Στη γλώσσα των ειδικών, χρησιμοποιείται κυρίως στους τομείς της ιατρικής και της ψυχολογίας για να περιγράψει την επιρρέπεια σε λοιμώξεις, αλλεργίες ή ψυχολογικές ανησυχίες. Είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται συνήθως στο γραπτό πλαίσιο, αν και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε επιστημονικές συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La susceptibilidad a las alergias aumenta en primavera.
  2. Η ευαισθησία στις αλλεργίες αυξάνεται την άνοιξη.

  3. Es importante conocer la susceptibilidad de los pacientes a ciertas medicaciones.

  4. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την επιρρεπτικότητα των ασθενών σε ορισμένα φάρμακα.

  5. La susceptibilidad a las infecciones puede variar según el sistema inmunológico.

  6. Η επιρρεπτικότητα στις λοιμώξεις μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με το ανοσοποιητικό σύστημα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η "susceptibilidad" δεν έχει πολλούς καθορισμένους ιδιωματικούς τύπους, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένα συμφραζόμενα που αποτυπώνουν την ευαισθησία ή την επιρρεπτικότητα ανθρώπων ή καταστάσεων:

  1. Su susceptibilidad a la crítica lo hace más vulnerable emocionalmente.
  2. Η ευαισθησία του στην κριτική τον καθιστά πιο ευάλωτο συναισθηματικά.

  3. La susceptibilidad al estrés puede afectar la salud mental.

  4. Η επιρρεπτικότητα στο άγχος μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία.

  5. Reconocer la susceptibilidad de los niños a la manipulación es crucial.

  6. Η αναγνώριση της επιρρεπτικότητας των παιδιών στη χειραγώγηση είναι κρίσιμη.

Ετυμολογία

Η λέξη "susceptibilidad" προέρχεται από τη λατινική λέξη "susceptibilitas", η οποία είναι παράγωγο του "susceptibilis", που σημαίνει "κάτι που μπορεί να γίνει αποδεκτό ή να υποστεί".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Sensibilidad (ευαισθησία) - Vulnerabilidad (ευαλωτότητα)

Αντώνυμα: - Insensibilidad (αναισθησία) - Resistencia (αντοχή)



23-07-2024